Παπούλα Λίλα, 2017

Λίλα Παπούλα

Σ τοίχοι που έκρυβαν το πρόσωπό μας

Από το ’80 φωτογραφίζω τοίχους γκρεμισμένων σπιτιών. Τα τελευταία χρόνια έγιναν ζωγραφική. Στα ίχνη τους πάνω στους τοίχους και σε όσα απέμειναν, σ’ αυτά που έμειναν εκεί, στα ξύλινα ράφια άδειων και ξεχαρβαλωμένων ντουλαπιών ή στις σκουριασμένες μεταλλικές σκάλες των φωταγωγών, που χωρίς νόημα στροβιλίζονται στο κενό, είδα κάποια στιγμή να καθρεφτίζονται «κρυμμένα» – όπως γράφει ο Μανώλης Αναγνωστάκης στο ποίημά του Εκεί… – τα πρόσωπα των παιδικών μου χρόνων. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα τέτοιο ‘σπίτι’ που δεν υπάρχει πια.

Όμως η ζωγραφική όπως και η φωτογραφική αφήγηση είναι μόνο ένα προ-σχήμα. Γιατί δεν είναι η αναπαράσταση που μετράει: Η αναπαράσταση γίνεται το μέτρο της δυνατότητας να «μιλήσει» αυτό που δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Έστω για λίγο, όσο κρατάει το άνοιγμα και το κλείσιμο του φωτογραφικού φακού. Αφήνοντας πάντα στη σκέψη ένα λευκό ερωτηματικό, μια απουσία, την απουσία των άλλων που κάποτε ήταν εκεί, αλλά και την άβυσσο που έμεινε μέσα μας από όλα εκείνα που πιστεύαμε ότι είχαμε και χάθηκαν.

Τα σπαραγμένα λοιπόν ίχνη των σπιτιών, που κάποτε στέγαζαν τις καθημερινές ιστορίες των απλών ανθρώπων, τα όνειρα και τις βεβαιότητές τους, είναι και οι μεταφορές αυτού που συνέβη με την κρίση. Μια κρίση που δεν έχει βέβαια να κάνει μόνο με την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα όπως τις ξέραμε και ξαφνικά τις είδαμε να καταρρέουν, αλλά κυρίως με την ατμόσφαιρα των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους που αυτή κυρίως άλλαξε. Αλλά και τα ταραγμένα από την κρίση τοπία του εσωτερικού μας κόσμου. Αυτές οι πολλαπλές ρηγματώσεις που όλοι μας βιώσαμε αλλά και εξακολουθούμε να βιώνουμε, ήταν το κίνητρο αυτής της δουλειάς.

Πάντα με γοήτευε αυτό το εσωτερικό το παιχνίδι με τον χρόνο και τον τόπο, ανάμεσα στο άλλοτε, στο τώρα και στο μετά, στο εδώ και στο αλλού, στο μέσα και στο έξω, στο είναι και στο δεν είναι. Έτσι, δουλεύοντας με εικόνες από το παρελθόν αναζητούσα και μερικές φορές ανακάλυπτα καινούριες διαδρομές που με οδηγούσαν στο παρόν. Όπως και τώρα, με τις εικόνες που φέρνω σ’ αυτή την έκθεση, εικόνες φθοράς και νοσταλγίας για κάτι που χάθηκε, δεν είναι νομίζω τον πόνο και την απελπισία που μοιράζομαι, αλλά την εικαστική ματιά μου πάνω σ΄αυτά, γιατί από μόνη της η Τέχνη μπορεί να λειτουργεί επανορθωτικά, ως ανακατασκευή τόσο του πόνου όσο και της απελπισίας από την απώλεια σε κάλεσμα προς την κατεύθυνση της ζωής και της ελπίδας.

Καστρί, 2 Ιουλίου 2017

Μπόλης Γιάννης, 2017

Η συνεκτικότητα είναι το στοιχείο εκείνο που χαρακτηρίζει τη δημιουργία της Λίλας Παπούλα, ήδη από την πρώτη ατομική της έκθεση, στην γκαλερί «Νέες Μορφές» το 1987. Στην εποχή της επικράτησης της ηλεκτρονικής εικόνας, παραμένει προσηλωμένη στη ζωγραφική και εξελίσσει την τέχνη της με συνέπεια και ποιότητα, ρομαντισμό και πάθος. Σε ευθεία αντιστοιχία με συναισθηματικές και ψυχικές καταστάσεις, επιδιώκει να αποκαλύψει και να μεταγράψει αυτό που βρίσκεται κρυμμένο πίσω από την επιφάνεια, να καταστήσει ορατά ως αποτυπώματα τις ιδέες και τις σκέψεις της, αναζητώντας τα θέματά της στα αποθέματα της μνήμης και των εμπειριών, αλλά και στην επαφή της με την καθημερινότητα. Οι συνθέσεις της, στις οποίες το φανερό συμβιώνει με το ενδόμυχο, αντανακλούν έναν εντελώς προσωπικό τρόπο βίωσης των καταστάσεων, δίνουν την εντύπωση ότι πηγάζουν από το υποσυνείδητο, μεταπλάθουν τα ερεθίσματα σε πλαστικά επεισόδια που, αν και αφίστανται της οπτικής πραγματικότητας, συγχρόνως την εμπεριέχουν. Ανοιχτή σε αναγνώσεις και συμβολικές προεκτάσεις, η τέχνη της Λίλας Παπούλα, απευθύνει και απευθύνεται, υπερβαίνει το προφανές, απεικάζει τη ζωτική σχέση της δημιουργού με τον κόσμο, επικαλείται μια βαθύτερη επικοινωνία μέσα στη σιωπή, κατευθύνει στον αναστοχασμό για τον ρόλο και τη δύναμη, τη μυστηριώδη γοητεία και την αμφισημία της εικόνας.

Η νέα ενότητα έργων της με τίτλο « Σ τοίχοι που έκρυβαν το πρόσωπο μας» είναι η συνέχεια της ενότητας «Ό,τι απέμεινε», εκκινεί από φωτογραφίες που τράβηξε η ίδια και λειτουργούν, όπως εξομολογείται, ως ένα είδος «ημερολογιακών σημειώσεων», ερεθισμάτων, μνημονικών ανακλήσεων, ρητών και υπαινικτικών διατυπώσεων. Τόποι οικείοι και συνάμα ανοίκειοι. Απόηχοι και σπαράγματα μιας αλλοτινής ζωής που πέρασε και χάθηκε. Τμήματα ερημωμένων και ακατοίκητων σπιτιών που αντέχουν και αντιστέκονται, απογυμνωμένα και πληγωμένα, χορταριασμένα και μετέωρα στο παράλογο αστικό τοπίο μιας πόλης άξενης και εχθρικής, εκτεθειμένης σε μια άτυπη πολιορκία, έναν ακήρυχτο πόλεμο. Τοίχοι φαγωμένοι με ξεθωριασμένα συνθήματα και αφίσες, γκρεμίσματα, συνυπάρξεις εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, σκάλες που στέκονται στο κενό, εικόνες μέσα σε εικόνες ως αντικατοπτρισμοί μιας πραγματικότητας σχεδόν μεταφυσικής, φέρουν τα σημάδια του παρελθόντος και του παρόντος, «αφηγούνται», χαμηλόφωνα χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις, μικρές ιστορίες, ανείπωτες και μυστικές, για τη ζωή, την απώλεια και τον θάνατο, για όνειρα, χαμένες φωνές και ακυρωμένες ελπίδες.

Η ιδιαίτερη ευαισθησία του χρώματος, η αποσπασματικότητα, το προσεγμένο σχέδιο, η ισόρροπη σύνθεση, η στέρεη αρχιτεκτονική δομή, η αίσθηση του χώρου και η προοπτική απόδοσή του, η προσεκτικά υπολογισμένη σκηνοθεσία, επιλογή και οργάνωση του πρωτογενούς υλικού, συντείνουν αποφασιστικά στο τελικό αποτέλεσμα και την αλήθεια των θεμάτων που φορτίζονται από την εμφατική σημασία που τους αποδίδει η ζωγράφος και τον τρόπο με τον οποίο τα επεξεργάζεται, με την εκφραστικότητά τους να μεγιστοποιείται από τις αμιγείς εικαστικές αξίες. Τα θέματα διαγράφονται με ευκρίνεια, η χρωματική απόδοσή τους γίνεται λιτή και ατμοσφαιρική. Ψυχροί και θερμοί τόνοι δουλεύονται με επιμέλεια και επιδεξιότητα: πλούσια σε ποιότητες μπλε, γαλάζια και πράσινα, υπόλευκα, λευκά και γκρίζα, ώχρες, πορτοκαλί, ροζ και κίτρινα, χρησιμοποιούνται σ’ ένα συνεχές παιχνίδι εναλλαγών, ενώ, πολλές φορές, κυριαρχεί μια μονοχρωματική αντίληψη, και άλλες φορές οι εικόνες της μετατρέπονται σε αφηρημένες συνθέσεις που επιβάλλονται με την ένταση, την αδρότητα και την πυκνότητα των χρωματικών σχηματισμών πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια. Τα επάλληλα στρώματα και επίπεδα, τα ίχνη, η εύτακτη κατανομή των μαζών του φωτός και της σκιάς, των λεπτομερειών και των κενών επιφανειών, οι εμφανείς διαδρομές της χειρονομίας, οι γραφισμοί και η λεπτότητα της απόδοσης των φυτικών μοτίβων, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα συγκεκριμένα έργα. Ταυτόχρονα, οι υφές που δημιουργούνται με τη χρήση μικτής τεχνικής, τονίζουν όχι μόνο την ανάδειξη του υλικού χαρακτήρα του καλλιτεχνικού δημιουργήματος, αλλά και την ανάγκη της εντονότερης και πιο πειστικής προβολής και αίσθησης της πραγματικής φθοράς.   

Μέσα από μια διαδικασία αφαίρεσης, υπερβαίνει την αναπαράσταση και την ψυχρή περιγραφή, διερευνά την πλαστική συγκρότηση και τις νοηματικές προεκτάσεις της ζωγραφικής της, απομονώνει τα στοιχεία εκείνα που κατευθύνουν στην ποιητική μεταμόρφωση του πραγματικού, μεταδίδουν και διατηρούν ατόφια την πρωταρχική συγκίνηση με τις έννοιες του χρόνου και της μνήμης να συμπλέκονται σε αδιάσπαστη ενότητα. Ο θεατής βρίσκεται μπροστά σ’ ένα ιδιότυπο σύμπαν, ένα περιβάλλον μοναξιάς, αδιατάρακτης ηρεμίας και σπαρακτικής σιωπής –φασματικές σκηνογραφίες και ακινητοποιημένες παρουσίες που επιβάλλονται με ένταση. Τα έργα, στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται ο άνθρωπος –παρών μέσα στην απουσία του– αποπνέουν μια αδιόρατα ρομαντική, μελαγχολική διάθεση, τα ερείπια που απεικονίζονται έχουν τον χαρακτήρα του τελεσίδικα εγκαταλειμμένου και της επιτελεσμένης φθοράς με τα ανεξίτηλα στίγματα της κοινότοπης περιπέτειας τους διαμέσου των καιρών.

Στις συνθέσεις της, η Λίλα Παπούλα δεν παρουσιάζει μόνο «τα θραύσματα μιας εσωτερικής τοιχογραφίας», όπως η ίδια τα προσδιορίζει και τα αντιλαμβάνεται, αλλά γίνονται μεταφορές των ψυχικών ρηγμάτων και της πολυπλοκότητας ενός κατακερματισμένου κόσμου που έχει απολέσει τις σταθερές και τα σημεία αναφοράς του στη σημερινή παράδοξη και δραματική συγκυρία της αστάθειας, της ρευστότητας και της μετάβασης, έρχονται να δοκιμάσουν τους φόβους και τις ανησυχίες μας, να στοιχειώσουν το μυαλό μας, να χαρτογραφήσουν τους διχασμούς και τις υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, να εξομολογηθούν την ποιητικότητα της ανολοκλήρωτης προσπάθειας και της ηθικής του αδιεξόδου, να προτείνουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επιστροφής σε ξεχασμένες αξίες, να ενεργοποιήσουν και να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη.

Γιάννης Μπόλης
Ιστορικός Τέχνης - Επιμελητής ΚΜΣΤ Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκη

Μπόλης Γιάννης, 2014

Λίλα Παπούλα – Τόποι ψυχής

Η ζωγραφική της Λίλας Παπούλα είναι ανοιχτή σε προσεγγίσεις με τα θέματά της να ορίζουν την ορατή πλευρά ψυχικών καταστάσεων και συμπεριφορών, να συνδιαλέγονται, να απευθύνουν και να απευθύνονται, να απεικάζουν τη ζωτική της σχέση με το κόσμο και να απηχούν όψεις της αντιφατικότητάς του, να αξιώνονται κάτι περισσότερο από το προφανές, να υπονομεύουν τη συνηθισμένη πρόσληψη των πραγμάτων, να ιχνηλατούν και να αποτυπώνουν μυστικές συνδέσεις και συσχετισμούς μέσα από απρόσμενες συναντήσεις, ισορροπίες και αντιθέσεις, τεχνικές αφήγησης και συνειρμούς. Την μέχρι τώρα πορεία της τη χαρακτηρίζει η γνώση και η πλατιά εικαστική παιδεία, η συνοχή, η ποιότητα και η πρωτοτυπία των μορφοπλαστικών αναζητήσεων και των προτάσεών της οι οποίες κινούνται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο πεδίο των οπτικών εντυπώσεων και εκείνο της υποκειμενικής ερμηνείας και επαναδιαπραγμάτευσής τους. Η τέχνη της δίνει έμφαση στις αμιγείς ζωγραφικές αξίες και τις εκφραστικές δυνατότητες του χρώματος, της ματιέρας και της χειρονομίας, συγκροτεί μια πολύπλευρη καλλιτεχνική σύλληψη, μια ολοκληρωμένη μορφοποίηση, πλούσια και μεστή σε συμβολικές αναφορές και αναγνώσεις.

Η νέα ενότητα έργων της με τίτλο Ό,τι απέμεινε, συνεχίζει και εξελίσσει την προηγούμενη δουλειά της, τους Τόπους. Με εκκίνηση και οδηγό φωτογραφίες που τράβηξε η ίδια και οι οποίες λειτουργούν, όπως εξομολογείται, ως ένα είδος «ημερολογιακών σημειώσεων», ερεθισμάτων και μνημονικών ανακλήσεων, παρουσιάζει συνθέσεις όπου το ατομικό συμβιώνει με το συλλογικό, το ενδόμυχο με το φανερό, η συγκίνηση, η ευαισθησία και το βίωμα κατέχουν εξέχουσα θέση. Τόποι οικείοι και συνάμα ανοίκειοι. Απόηχοι και σπαράγματα μιας αλλοτινής ζωής που πέρασε και χάθηκε. Τμήματα ερημωμένων σπιτιών που αντέχουν και αντιστέκονται, εκτεθειμένα και απογυμνωμένα, πληγωμένα και μετέωρα στο παράλογο αστικό τοπίο μιας πόλης άξενης και εχθρικής. Τοίχοι φαγωμένοι, γκρεμίσματα και ακατοίκητοι χώροι, ως αντικατοπτρισμοί μιας πραγματικότητας σχεδόν μεταφυσικής, που φέρουν τα σημάδια και τα ίχνη του παρελθόντος και του παρόντος, «αφηγούνται», χαμηλόφωνα χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις, μικρές ιστορίες, ανείπωτες και μυστικές, για τη ζωή, την απώλεια και τον θάνατο, για όνειρα, χαμένες φωνές και ακυρωμένες ελπίδες. Μέσα από μια διαδικασία αφαίρεσης, υπερβαίνει την αναπαράσταση και την ψυχρή περιγραφή, απομονώνει τα στοιχεία εκείνα που κατευθύνουν στην ποιητική μετάπλαση του πραγματικού, μεταδίδουν και διατηρούν ατόφια την πρωταρχική αίσθηση με τις έννοιες του χρόνου και της μνήμης να συμπλέκονται σε μια αδιάσπαστη ενότητα. Ο θεατής βρίσκεται μπροστά σ' ένα ιδιότυπο σύμπαν, ένα περιβάλλον μοναξιάς, αδιατάρακτης ηρεμίας και σπαρακτικής σιωπής –φασματικές σκηνογραφίες και ακινητοποιημένες παρουσίες που επιβάλλονται με ένταση και μοιάζουν να πηγάζουν απευθείας από το υποσυνείδητο. Τα έργα αποπνέουν μια αδιόρατα ρομαντική, μελαγχολική διάθεση, τα ερείπια που απεικονίζονται έχουν τον χαρακτήρα του τελεσίδικα εγκαταλειμμένου και της επιτελεσμένης φθοράς με τα ανεξίτηλα στίγματα της κοινότοπης περιπέτειας τους διαμέσου των καιρών. Η τεχνική επεξεργασία, η αυθόρμητη, σχεδόν, «αυτόματη» γραφή με τις συνεχείς επεμβάσεις και επικαλύψεις, η υλικότητα και η απτική εντύπωση συντείνουν αποφασιστικά στην τελική εικόνα και την αλήθεια του θέματος, ενός θέματος που φορτίζεται από την εμφατική σημασία που του αποδίδει η ζωγράφος, ενός θέματος που εκκινεί από την καθημερινή ζωή και στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται ως υπαινιγμός ο άνθρωπος, παρών μέσα από την απουσία του.

Τα ερείπια της Λίλας Παπούλα δεν είναι μόνο «τα θραύσματα μιας εσωτερικής τοιχογραφίας», όπως η ίδια τα προσδιορίζει και τα αντιλαμβάνεται, αλλά γίνονται μεταφορές των ψυχικών ρηγμάτων και της πολυπλοκότητας ενός κατακερματισμένου κόσμου που έχει απολέσει τις σταθερές και τα σημεία αναφοράς του στη σημερινή παράδοξη και δραματική συγκυρία της αστάθειας, της ρευστότητας και της μετάβασης, έρχονται να δοκιμάσουν τους φόβους και τις ανησυχίες μας, να στοιχειώσουν το μυαλό μας, να χαρτογραφήσουν τους διχασμούς και τις υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, να εξομολογηθούν την ποιητικότητα της ανολοκλήρωτης προσπάθειας και της ηθικής του αδιεξόδου, να προτείνουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επιστροφής σε ξεχασμένες αξίες, να ενεργοποιήσουν και να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Η Λίλα Παπούλα επικαλείται μια βαθύτερη επικοινωνία και μια διαφορετική, ολοκληρωτικά προσωπική και συναισθηματική αντίληψη θέασης με τις συνθέσεις της να συγκροτούν έναν διαρκή συλλογισμό για τον ρόλο και τη δύναμη, τη μυστηριώδη γοητεία και την αμφισημία της εικόνας, για την αποκάλυψη όλων εκείνων που βρίσκονται κρυμμένα πίσω από την επιφάνεια.

Ιούνιος 2014

Γιάννης Μπόλης
Ιστορικός Τέχνης - Επιμελητής ΚΜΣΤ Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκη

Ηλιοπούλου Ρογκάν Ντόρα, 2010

Λίλα Παπούλα

Υπερβατικά ,επάλληλα πλάνα ενορχηστρώνονται μες από ένα εξαιρετικά ευαισθητοποιημένο χρώμα στις συνθέσεις της Λίλας Παπούλα. Εικαστικά πεδία με αναγνωρίσιμα σχήματα σε μια διηνεκή ροή ,με άμεση την αίσθηση της μεταλλαγής, της ανασύστασης καθώς και της μετουσιωτικής δύναμης της τέχνης. Εδώ ,τα όποια τοπία προβάλλουν συνάμα σαν τοπία της ψυχής ,με πολυσχιδείς διακυμάνσεις που εμβαπτίζουν την κάθε σύνθεση σε μιαν ιδιόμορφη και απόλυτα προσωπική στην Παπούλα, ατμόσφαιρα. ΄Εργα όπως: το <Τοπίο από αλλού>, <Η Λίμνη>, <΄Οψεις>, κ ά υλοποιούν χαρισματικές υπερβάσεις καθώς πέρα από, αυτό καθαυτό, το εικαστικό μέρος , εκφράζουν και υποβάλλουν ανεξάντλητους σε ψυχικό έρμα συνειρμούς. Γνώρισμα που ενορχηστρώνεται στις συνθέσεις της με μιαν ιδιωματική κινητικότητα στο ίχνος και έναν πρωτόφαντο παλμό στο χρώμα.

Στην ουσία <ατμοσφαιρικά>, όχι μόνο τα τοπία της καλλιτέχνιδος αλλά και τα έργα της, στο σύνολό τους , μας πείθουν ότι αντικατοπτρίζουν σε μια διαπασών την εξαιρετικά ευαίσθητη και ευαισθητοποιημένη καλλιτεχνική της ιδιοσυγκρασία. Μια ιδιοσυγκρασία που μεταγγίζεται χαρισματικά και σε εμάς αφού, η δημιουργός μας υποβάλλει με έναν εξαιρετικά ποιητικό τρόπο τα μηνύματά της, σε μιαν άμεση διασύνδεση με τον πλούσιο εσωτερικό της κόσμο.

Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν
Δρ. Ιστορικός της Τέχνης-Τεχνοκριτικός

Κρητικού Ίρις, 2009

Τόποι αντί Τοπίων

 

Μερικές φορές, ο ίδιος ο πίνακας είναι αυτός που εκκενώνει το χώρο πίσω του ή απέναντί του, δημιουργώντας ένα ιδεατό κέλυφος όπου κάθε τι το τρισδιάστατο αποκτά μια απόλυτη ή ιδανική ύπαρξη.

Elaine de Kooning

Ενσκύπτοντας στη λιτή -μα παράδοξα πυκνή- γραφή της Λίλας Παπούλα, στην ενδελεχή αυτή καταβύθιση στη συμπαγή ουσία ενός αεί παρόντος παλίμψηστου τοπίου που επιδέξια και επίμονα, άλλοτε διυλίζει και άλλοτε ανασυνθέτει τα ίδια τα εγγενή χαρακτηριστικά του, που εγκαταλείποντας πίσω του ό,τι το περιττό, σταδιακά τρέπεται σε τοπόσημο, περιηγούμαστε στους νοητούς άξονες των δομικών συστατικών, των αισθητικών συντεταγμένων, των εσωστρεφών κωδίκων και των διακριτών συμβόλων της ζωγράφου, που επιστρατεύονται στην απαρχή ετούτης της οξυδερκούς και θεμελιώδους θέασης: στο έργο της Λίλας Παπούλα, ο ζωγραφισμένος χώρος τρέπεται σε γη, προσδιορίζεται ως τοπίο, κατασταλάζει εντέλει σε τόπο. Στις παρυφές του, συντάσσεται μια άλλη γεωγραφία, με ατελεύτητα
όρια και παλίμψηστα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας που αναγιγνώσκονται αργά, ως σχηματοποιημένες σημειώσεις και εύγλωττες συνοπτικές σημάνσεις ενός -σε μεγάλο βαθμό- ανεξερεύνητου πεδίου:

-Ο χώρος αποτελεί μια τρισδιάστατη προέκταση όπου τα αντικείμενα και τα γεγονότα προκύπτουν έχοντας σχετική θέση και κατεύθυνση. Η έννοια του χώρου, διατηρεί μια θεμελιώδη σημασία για την κατανόηση του σύμπαντος, είτε πρόκειται για μια ανεξάρτητη ενότητα, είτε για μια σχέση μεταξύ ενοτήτων, είτε για μέρος ενός εννοιολογικού πλαισίου. 1

Κατά τον πρώιμο 11ο αιώνα, ο Ισλαμιστής φιλόσοφος και φυσικός Ibn al-Haytham, ανέπτυξε την αντίληψη του χώρου στο Βιβλίο της Οπτικής, υποστηρίζοντας, σε αντίθεση με τον Ευκλείδη και τον Πτολεμαίο, ότι η όραση δεν είναι κάτι αυτόνομο και ότι η αντίληψη του χώρου συνδέεται με το μέγεθος και την απόσταση. Κατά το 17ο αιώνα, η φιλοσοφία του χώρου και του χρόνου αποτέλεσε βασικό ζήτημα της μεταφυσικής. Ο Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός Gottfried Leibniz και ο Άγγλος φυσικός και μαθηματικός Isaac Newton, υποστήριξαν δύο διαφορετικές θεωρίες για το χώρο. Σύμφωνα με τον πρώτο, ο χώρος δεν είναι τίποτε περισσότερο από τις φυσικές σχέσεις των αντικειμένων μέσα στον κόσμο και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτά. Αντίθετα, ο Νεύτων, χρησιμοποιώντας την παρατήρηση και το πείραμα, απέδειξε ότι ο χώρος υπάρχει ανεξάρτητα από τα αντικείμενα που τον συναθροίζουν. Συνεχίζοντας το συλλογισμό του Νεύτονα κατά το 18ο αιώνα, ο Καντ ανέπτυξε τη φιλοσοφική θεωρία της γνώσης, σύμφωνα με την οποία η επίγνωση του χώρου, μπορεί τόσο να προϋπάρχει όσο και να είναι συνθετική. Απορίπτοντας την άποψη ότι ο χώρος πρέπει είτε να είναι μια ουσιαστική ύπαρξη είτε μια σχέση, συμπέρανε ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν αποτελούν στοιχεία επινοημένα από τον άνθρωπο αλλά ανήκουν σε ένα αναπόφευκτο προϋπάρχον πλαίσιο. Εν μέρει και ως συνέπεια του παραπάνω, κατά το 19ο και τον 20ο αιώνα, οι μαθηματικοί άρχισαν να αντιμετωπίζουν το χώρο σαν κάτι σφαιρικό και όχι επίπεδο. O Γερμανός μαθηματικός Carl Friedrich Gauss, υπήρξε ο πρώτος που πρότεινε έναν εμπειρικό έλεγχο της γεωμετρικής δομής του χώρου: ανέπτυξε τη θεωρία του σε μικρότερη κλίμακα, ασκώντας την επιστήμη της τριγωνομετρίας στις βουνοκορφές της Γερμανίας. Αντίθετα, ο Henri Poincare, Γάλλος μαθηματικός και φυσικός του τέλος του 19ου αιώνα, στράφηκε εναντίον της επιχειρηματολογίας σύμφωνα με την οποία μια συγκεκριμένη γεωμετρική μέτρηση μπορεί να κατανοήσει απόλυτα το χώρο, και πρότεινε την Ευκλείδια γεωμετρία ως την πιο κοντινή στην «αληθινή» γεωμετρία του κόσμου. Το 1905, ο Αϊνστάιν, μέσω της θεωρίας της σχετικότητας, πρότεινε επίσης μια συσχέτιση του χώρου και του χρόνου, που έγινε γνωστή ως χωροχρόνος. Τα δικά του πορίσματα χρησιμοποιήθηκαν για να γίνει κατανοητό ότι χάρη στη σχετικότητα της κίνησης, ο χώρος και ο χρόνος μας μπορούν -μαθηματικά και ουσιαστικά- να ενωθούν σε ένα αντικείμενο, το χωροχρόνο.

-Το αγγλικό όνομα earth, προέρχεται από την αγγλοσαξωνική λέξη erda, που σημαίνει τη γη, το έδαφος ή το χώμα. Τόσο στον Ελληνικό πολιτισμό όσο και αλλού, η Γη συχνά προσωποποιήθηκε και αντιμετωπίστηκε ως θεότητα, ενώ συχνά, στο πλαίσιο των μύθων της Δημιουργίας, ονομάστηκε Θεά-μητέρα και ταυτίστηκε με τη γονιμότητα. 2

-Η Γεωγραφία είναι το τμήμα της επιστήμης που ασχολείται με το να προσδιορίσει και να περιγράψει τη Γη, χρησιμοποιώντας τη γνώση του χώρου για να κατανοήσει γιατί τα αντικείμενα υπάρχουν σε συγκεκριμένες θέσεις. Ο γεωγραφικός χώρος συχνά ταυτίζεται με την ίδια τη γη. Ενώ οι περισσότεροι σύγχρονοι πολιτισμοί προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα ιδιοκτησίας επί της γης, κάποιοι άλλοι, όπως οι Αβορίγινες της Αυστραλίας, αντιστρέφουν αυτή τη σχέση, πρεσβεύοντας ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς ανήκει στην ίδια τη γη. Στην ψυχολογία, ο χώρος συνδέεται με την αντίληψη του περιβάλλοντος, που σχετίζεται με την αυτοσυντήρηση του ατόμου και την ιδέα του προσωπικού χώρου.

-Η Γεωμορφολογία (από τους ελληνικούς όρους: γη, μορφή και λόγος (=γνώση), διατυπωμένη στην αρχική μορφή της από τον Κινέζο αυλικό επιστήμονα Shen Kuo (1031-1095) και συνδεόμενη ταυτόχρονα με τη γεωλογία, τη γεωγραφία, την αρχαιολογία, την αστική και περιβαλλοντική μηχανική και την επιστήμη του εδάφους, εξετάζει τις μορφές της γης και τις διαδικασίες που τις διαμορφώνουν, επιχειρώντας να κατανοήσει γιατί οι τόποι έχουν την υπάρχουσα μορφή τους, και ίσως ακόμη να προβλέψει τη μελλοντική όψη τους, σύμφωνα με τις φυσικές δυνάμεις που επιτόπου θα αναπτυχθούν. Οι μορφές του εδάφους προκύπτουν σε συνάρτηση με έναν συνδυασμό φυσικών και ανθρωποκεντρικών διαδικασιών: το τοπίο χτίζεται, ορθούται και βυθίζεται, μέσα από φυσικές, τεκτονικές και ηφαιστιογενείς διεργασίες. Το κλίμα, η οικολογία και η ανθρώπινη δραστηριότητα επηρεάζουν αντίστοιχα τη μεταβλητότητα του τοπίου.

-Η έννοια του τοπίου συναθροίζει τα ορατά χαρακτηριστικά μιας περιοχής της γης, εμπεριέχοντας φυσικά στοιχεία όπως τις παραλλάσσουσες φόρμες του εδάφους, τα ζώντα δείγματα της χλωρίδας και της πανίδας της αντίστοιχης περιοχής, τα αφηρημένα στοιχεία όπως το φως, τις καιρικές συνθήκες και τις ανθρώπινες δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με τη δόμηση ή και την απλή έμψυχη παρουσία. Η λέξη τοπίο προέρχεται από τη λέξη τόπος, όπως ακριβώς και η αγγλική λέξη landscape προέρχεται από την ολλανδική λέξη lanschap. Η λέξη landscape, που αναφέρεται για πρώτη φορά το 1598, πρωτού ταυτιστεί με τη γενικότερη έννοια του τοπίου, χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως ζωγραφικός όρος από τους Ολλανδούς, που κατά τον 16ο αιώνα διέπρεπαν σε αυτού του είδους τη θεματολογία.
Η ολλανδική λέξη landschap που νωρίτερα σήμαινε την «περιοχή, το κομμάτι ενός τόπου», είχε ήδη εγκολπωθεί την εικαστική της έννοια όταν χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία, σημαίνοντας πλέον «το έργο τέχνης που απεικονίζει τη σκηνή ενός τοπίου». Η ίδια λέξη «landscape» ενώνει ακόμη τη λέξη «land» –γη με ένα ρήμα γερμανικής καταγωγής, το "scapjan/schaffen" που ανάγει στη διαδικασία της διαμόρφωσης. Η Γη εμφανίζεται διαμορφωμένη από φυσικές δυνάμεις, και οι λεπτομέρειες αυτής της διαμόρφωσης, ταυτίζονται με το ίδιο το αντικείμενο της ζωγραφικής τοπίου.

-Συχνά αναφερόμαστε ακόμη στο «πολιτισμικό τοπίο», αυτό δηλαδή που, σε αντίθεση με τον κρατούντα δυαδισμό φύσης και πολιτισμού, αναδεικνύει την αγαστή συνύπαρξη της φύσης και του ανθρώπινου έργου. Η έννοια του πολιτισμικού τοπίου έχει επίσης ως αφετηρία της την Ευρωπαϊκή παράδοση της τοπιογραφίας. Από το 1500 μ.Χ. και εξής, πολλοί Ευρωπαίοι ζωγράφοι ζωγράφισαν τοπία για να τέρψουν κάποιους άλλους ανθρώπους. Σταδιακά, οι άνθρωποι που εμπεριέχονταν στα τοπία αυτά, μεταβλήθηκαν σε αχνές και μικρότερες φιγούρες, ενσωματωμένες σε ευρύτερους φυσικούς άξονες. 3 Ο γεωγράφος Otto Schluter φέρεται ως ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «πολιτισμικό τοπίο» στις αρχές του 20ου αιώνα, αντιπαραθέτοντας το φυσικό τοπίο, αυτό δηλαδή που προϋπήρχε της ανθρώπινης παρέμβασης με το πολιτισμικό τοπίο, εκείνο δηλαδή που διαμορφώθηκε από τον άνθρωπο. Κατά τον Schluter, το σημαντικότερο ζητούμενο της γεωγραφίας είναι να ανιχνεύσει τις αλλαγές στα δύο αυτά είδη. Αργότερα, ο ανθρωπογεωγράφος Carl O. Sauer, ανέπτυξε την ίδια ιδέα, προτείνοντας τον παράγοντα του πολιτισμού ως έναν βασικό καταλύτη στη διαδικασία της διαμόρφωσης των ορατών χαρακτηριστικών της επιφάνειας της Γης. Σύμφωνα με εκείνον, το φυσικό περιβάλλον παραμένει καίριο, ως το μέσον με το οποίο και δια μέσω του οποίου ενεργούν οι ανθρώπινοι πολιτισμοί: ο πολιτισμός είναι ο καταλύτης, η φύση είναι το μέσον, το πολιτισμικό τοπίο είναι το αποτέλεσμα». Υποστηρίζοντας την έννοια του «πολιτισμικού τοπίου», η Επιτροπής της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, διαπιστώνει το 2006 ότι «παρόλο που η έννοια του τοπίου διέφυγε για αρκετό καιρό από την αρχική σύνδεσή της με την τέχνη», υπάρχει ακόμη μια κρατούσα άποψη που αντιλαμβάνεται το τοπίο ως μια «άγραφη επιφάνεια, έτοιμη να υποδεχθεί έναν χάρτη, μια εικόνα ή ένα κείμενο, όπου μπορούν ακόμη να εγγραφούν πολιτισμικά σύμβολα και κοινωνικές φόρμες». 4

-Η αρχική έννοια του παλίμψηστου, συνδέεται κυρίως με την επαναχρησιμοποιούμενη σελίδα ενός χειρογράφου,από πάπυρο, περγαμηνή ή χαρτί, όπου, κάτω από την τρέχουσα γραφή, διακρίνεται αμυδρά η αρχική, σβησμένη με διάφορους τρόπους, όπως γάλα και σκόνη δημητριακών. Η λέξη προέρχεται από τους Ελληνικούς όρους παλιν και ψαω (=χρησιμοποιώ). Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται στην πλανητική αστρονομία: αρχαίοι σεληνιακοί κρατήρες που το έξεργο ανάγλυφό
τους έχει εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω του μόνο έναν «ίχνος « χείλους, είναι επίσης γνωστοί ως «παλίμψηστα». Ταυτόχρονα, αρκετοί σύγχρονοι ιστορικοί χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο, επιθυμώντας να περιγράψουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το χρόνο –ως μια επιστρωμάτωση εμπειριών που επικάθονται σε ξεθωριασμένες παλαιότερες. Οι αρχιτέκτονες πάλι, ονομάζουν παλίμψηστη τη δόμηση που κάποτε υπήρξε άλλη στη βάση της. Στο δομημένο παρελθόν, αυτό συμβαίνει συχνότερα από όσο νομίζουμε. Κάθε φορά που οι τόποι μεταπλάθονται ή διαμορφώνονται, γύρω τους παραμένουν οι σκιές της προηγούμενης εικόνας τους, οι γραμμές στους τοίχους, οι ξεραμένες κοίτες, οι ερειπιώνες και οι χαράξεις στο τοπίο. Με τον τρόπο αυτό, οι αρχιτέκτονες, οι αρχαιολόγοι, οι ιστορικοί, οι περιπλανώμενοι περιπατητές, μπορούν, διακρίνοντας τα αντίστοιχα σημάδια, να αντιληφθούν έναν τόπο ως παλίμψηστο, ως δυνητικό σύμβολο μιας αέναης μετάλλαξης.

Εμφυσώντας τη γνώση ετούτη του αεί μεταμορφούμενου χωροχρόνου, στη ζωγραφική της, η Λίλα Παπούλα δεν επιδιώκει την αφήγηση. Κι ούτε ασφαλώς την καλλιέπεια. Ήδη από την πρώτη ατομική της έκθεση, οι ταράτσες και τα τοπία με τις αέναες επιθέσεις, τις αφαιρέσεις και τις πτυχώσεις είχαν σιωπηλά μεταλλαχθεί σε τόπο, οδεύοντας αθόρυβα έξω από τα όρια της σύνθεσης. Εφευρίσκοντας σταδιακά μεγάλα πεδία με λιτά φυσικά στοιχεία, επιθυμώντας να δουν εκείνα που βλέπει το βλέμμα, τρεπόμενα σε σημάνσεις.

Κατά τη διαδικασία της βιωματικής αυτής πράξης, όπου τομή αποτελεί η ίδια η συνέχεια και όπου το μέσα ενώνεται με το έξω, δημιουργούνται εναλλασσόμενα πεδία κι αποκαλύπτονται διαφορετικές υφές: μολύβια, μεικτή τεχνική, ρινίσματα σιδήρου, κόκκοι χώματος, ακρυλικός σοβάς, σκόνες αγιογραφίας, γραψίματα και σβησίματα συμπλέουν με τα λιγοστά ρόδινα και τα φαιά, τα λερωμένα λευκά, τα ανθρακί και τα σταχτοπράσινα, τα τεφρά και τα πορτοκαλί μιας μνημονευμένης πυρκαγιάς, εξερευνώντας τα όρια της σύνθεσης, οδηγώντας το βλέμμα σε εκείνο που επιθυμεί να αφηγηθεί η ζωγράφος. Φωτεινά περιγράμματα συνδιαλέγονται με τις καμπύλες, κηλίδες φωτός τοποθετημένες οριζόντια, ακολουθούν το αβέβαιο περίγραμμα του συμπαγούς μεσόγειου τοπίου, ανασκάπτοντας την εσώτατη ύπαρξή του.

Στα διάκενα της αφαίρεσης, εισχωρούν στη συνέχεια οι συντετμημένες μνήμες της ανθρώπινης παρουσίας που μοιάζει με την πρώτη ματιά να αφομοιώνεται από τον ίδιο τον τόπο: ανάμεσα στους χωμάτινους κρατήρες και τα μοναχικά δένδρα, αχνοφαίνονται λίγος καπνός, ένα κομμάτι πόλης, ένας υψούμενος τοίχος, μια ισχνή φιγούρα, σποραδικά ίχνη πλέγματος-όρια για την ανθρώπινη παρουσία. Κι άλλοτε ένα εγκαταλελειμένο ποδήλατο στη μέση ενός λευκού άδειου κάμπου, ή αχνά σχεδιασμένα τραπέζια-αυτοσχέδιοι μυστικοί βωμοί στη φύση: για την ίδια τη ζωγράφο, αν και ο,τιδήποτε απέριττο μπορεί από μόνο του να γράψει ιστορία, «το ανθρώπινο στοιχείο στα έργα αυτά είναι εξ ανάγκης, εισβάλλει στο έργο μορφώνοντάς το, χωρίς να ελέγχεται: οι φιγούρες εντέλει, δεν εντάσσονται στο τοπίο, είναι περισσότερο σαν να το παρατηρούν και να με παρατηρούν».

Οι σημειώσεις της Λίλας Παπούλα για την απαρχή της ύπαρξης του τοπίου και του τόπου, τοποθετημένες τις περισσότερες φορές σε μία ανεξίτηλη μεσημβρινή ώρα, αν και ενίοτε ξεκινούν από το συγκεκριμένο πεδίο μιας φωτογραφικής λήψης, τρέπονται σταδιακά, μέσω μιας επίπονης ζωγραφικής διαδικασίας που συνθλίβει το περιττό, σε άδειους, μοναχικούς κάμπους, σε παράδοξα κατηφείς μέσα στην κρατούσα νηνεμία τόπους, όπου η απειλή της ερημίας κι ίσως ακόμη της οικολογικής καταστροφής, ενσύπτει ταυτόχρονα στο ζωγράφο και στους θεατές.

Τι φανταζόμαστε εντέλει ότι είναι αυτό το τοπίο; «Είναι επαρκής η αναφορά μας σε εκείνο το τοπίο, το ανάλογο μιας στατικής ζωγραφικής ή φωτογραφικής εικόνας γραφικής ιερότητας, όπου μέσα από ένα τελετουργικό θέασης –πορεία και θέση σώματος, συνθήκες έκθεσης εικόνας, σκοτεινός θάλαμος- το βλέμμα εγκλωβίζεται και εξερευνά τα στοιχεία της, την τοπογραφία της;», διερωτάται ο Νίκος Καζέρος. 6 «Η απογείωση και περιπλάνησή μας στα σαγηνευτικά ψηφιακά χαώδη τοπία, στους άϋλους τόπους, τι είδους τοπία μπορεί να ορίσει και ποιες διαμονές μπορεί να μας χαρίσει; Ποιο το νόημα της προσκολλήσής μας στο τοπίο ως νοσταλγική απομίμηση της φύσης, στην αποθέωση της οργιώδους βλάστησης, στο «αντίδοτο» της διογκούμενης πόλης και της αχανούς περιφέρειάς της»;

Ίσως εντέλει το αληθινό νόημα αυτής της επίπονης παρατήρησης, η ουσία της κοπιώδους καταγραφής του πυρήνα του τόπου από τη ζωγράφο, να συνδέεται περισσότερο από ό,τιδήποτε άλλο με την άποψη ότι παρόλο που «πλησιάζοντας το τοπίο, όχι μόνο για να διαβάσουμε ένα μέρος της πραγματικότητάς του αλλά και με την προοπτική της δικής μας γραφής σε αυτό, είναι εύκολο να αισθανθούμε ανίσχυροι», όσο εντέλει το πλησιάζουμε, «τόσο φαίνονται ανεπαρκή τα έτοιμα σχήματα που έχουμε για την κατανόησή του και μαζί εξασθενίζει η βεβαιότητα της αναγνωρισιμότητάς του. Και η επιθυμία της παρέμβασης σ' αυτό έρχεται σταδιακά να αναμετρηθεί με τη δυσκολία της συνείδησής μας να ακουμπήσει με θέρμη τα πράγματα και τον χώρο, προσκομίζοντάς τους νέες δυνατότητες.». 6

Έχω την πεποίθηση ότι δια της ζωγραφικής της, η Λίλα Παπούλα, παραμερίζει τα έτοιμα σχήματα και ετούτη ακριβώς τη δυσκολία της συνείδησης επιχειρεί να ξεπεράσει.

Ίρις Κρητικού

Ιανουάριος 2009

  1. Britannica Online Encyclopedia: Space
  2. Earth (Planet, Cambridge Advanced Learner's Dictionary. Cambridge University Press.
  3. Wikipedia: Landscape & G.B. Dalrymple, The Age of the Earth, California: Stanford University Press, 1991.
  4. S. Pannell, Reconciling Nature and Culture in a Global Context: Lessons form the World Heritage List. James Cook University, Cairns, 2006.
  5. Νίκος Καζέρος, Το τοπίο σε απόσταση, στον τόμο «ωραίο, φριχτό κι απέριττο τοπίον!», Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας-Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, επιμ. Κ. Μανωλίδης, εκδ. Νησίδες 2003.
  6. Κώστας Μανωλίδης, Προς την ενδοχώρα: σε αναζήτηση μιας συνείδησης του τοπίου, στον τόμο «ωραίο, φριχτό κι απέριττο τοπίον!», Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας-Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, επιμ. Κ. Μανωλίδης, εκδ. Νησίδες 2003.

Μπόλης Γιάννης, 2009

Λίλα Παπούλα. Μια ζωγραφική βαθιά εξομολογητική και βιωματική (2009)

Η τέχνη της Λίλας Παπούλα αναπτύσσεται με συνέπεια, αξιοπρέπεια και ποιότητα μέσα στο χρόνο. Εκείνο που χαρακτηρίζει την μέχρι τώρα διαδρομή της είναι η εσωτερική συνοχή του έργου της, ενός έργου κατά βάθος αυτοβιογραφικού και βιωματικού, η ανέλιξη του οποίου φέρει τα αποτυπώματα μιας αφοσιωμένης δημιουργού, με πάθος και ρομαντισμό, στην τέχνη της ζωγραφικής, σε μια εποχή που το βλέμμα του θεατή είναι αδρανοποιημένο και παγιδευμένο στην πληθώρα των ισοπεδωτικών ηλεκτρονικών εικόνων. Γεννημένη το 1955 στην Αθήνα, η Παπούλα πήρε τα πρώτα μαθήματα κοντά στον Μίμη Κοντό. Θα ακολουθήσουν δύο χρόνια σπουδών (1974-1976) στο St' Martins School of Art του Λονδίνου και στη συνέχεια θα φοιτήσει (1976-1983) στην ΑΣΚΤ, με καθηγητές τους Δημήτρη Μυταρά, Γιώργο Μαυροΐδη και Νίκο Κεσσανλή. Την περίοδο 1977-1978 θα ζήσει και θα εργασθεί στη Γαλλία, ενώ το 1987 θα πραγματοποιήσει την πρώτη ατομική της έκθεση στη γκαλερί «Νέες Μορφές». Παρουσιάζει μια σειρά συνθέσεων με εσωτερικά και αντικείμενα, στις οποίες η αφαιρετική γραφή και η μελέτη του φωτός αποτελούν τους κύριους άξονες προσέγγισης και απόδοσης του θέματος.

Στην ενότητα έργων με τίτλο Η μνήμη του χρώματος, που θα παρουσιάσει το 1991 στην αίθουσα τέχνης «Κρεωνίδης», οι ανθρώπινες μορφές –υπαρκτές ή φανταστικές– εμφανίζονται να αναδύονται, να βυθίζονται ή να ενοποιούνται με τους αβαθείς και ελλειπτικούς χώρους, μέσα στους οποίους παρουσιάζονται –μορφές σαν οπτασίες, μορφές που αισθάνεσαι ότι υπάρχουν σε έναν απροσδιόριστο κόσμο, σε μια άλλη, μυστική διάσταση, στο μεταίχμιο μεταξύ παρουσίας – απουσίας, παγιδευμένες και μνημειωμένες σε ένα διαρκές σταμάτημα του χρόνου, σε στιγμές μετέωρες ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Το χρώμα και το φως επεμβαίνουν στη δομή, την ισορροπία και την κίνηση, δίνουν υπόσταση και ζωή στα πρόσωπα και τα σώματα. Η ατμόσφαιρα γίνεται ονειρική, λυρική και ρομαντική, η εκφραστικότητα των έργων εντείνεται από τις αμιγείς εικαστικές αξίες.

Η ζωγράφος κατορθώνει να φτάσει σε αξιόλογα αισθητικά αποτελέσματα με ακρίβεια στην καταγραφή των τονικών μετατοπίσεων, με σύνθεση μετωπική και προσεκτικά υπολογισμένη, ώστε να ισορροπεί και να συγκρατεί την ποικιλία των σχημάτων. Σχεδιάζει με χρώμα, χωρίς περιττές λεπτομέρειες· η πινελιά της ελεύθερη, δυναμική και σίγουρη, έρχεται σε ορισμένα σημεία με την ατημέλητη και πληθωρική ροή της να υπενθυμίσει τη χειροποίητη π

ροέλευση του έργου. Τα έργα της αξιοποιούν εξπρεσιονιστικά, φωβιστικά και αφαιρετικά στοιχεία, δημιουργούν χώρο και ρυθμό που μεταδίδεται σε ολόκληρη τη ζωγραφική επιφάνεια και στον οποίο υποτάσσονται όλα τα επιμέρους στοιχεία.

Οι συνθέσεις αποπνέουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία. Μια ευαισθησία που εντοπίζεται όχι μόνο στο θέμα και τη διαπραγμάτευσή του, αλλά και στην τεχνική. Η ζωγράφος με συγκινησιακή φόρτιση και σε ευθεία αντιστοιχία με συναισθηματικές και ψυχικές καταστάσεις, επιδιώκει να αποκαλύψει και να μεταγράψει αυτό που βρίσκεται κρυμμένο, να καταστήσει ορατά, με χρώμα και φόρμες, ως αποτυπώματα τις ιδέες και τις σκέψεις της. Πρόκειται για μια μετοίκηση από την αφηγηματική απόδοση στην ψυχογραφική διάσταση, με συμβολικές ίσως προεκτάσεις. Οι εικόνες της Παπούλα αντανακλούν έναν ιδιαίτερο ψυχισμό, έναν εντελώς προσωπικό και εσωτερικό τρόπο βίωσης των καταστάσεων, δίνουν την αίσθηση ότι πηγάζουν από το υποσυνείδητο, μεταπλάθουν τα ερεθίσματα και τις μνήμες σε πλαστικά επεισόδια που αν και αφίστανται της οπτικής πραγματικότητας, συγχρόνως την εμπεριέχουν.

Το υλικό, ο χειρισμός και η επεξεργασία του διεκδικεί την πρωταρχική θέση στη δημιουργική διαδικασία και στην ολοκληρωμένη εικόνα. Η Παπούλα σε αυτές τις συνθέσεις παραμένει «παραδοσιακή» –πιστή στην καθαρή ζωγραφική έκφραση ως πράξη και ως αποτέλεσμα. Τα ακρυλικά χρώματα ή η ακουαρέλα δουλεύονται και χρησιμοποιούνται με επιμέλεια και επιδεξιότητα, κυριαρχούν με τη λάμψη, τη ρευστότητα και τη διαφάνειά τους. Ψυχροί τόνοι εναλλάσσονται και συνδυάζονται με θερμούς· το υποβλητικό μπλε διαλέγεται με το λευκό, το ζεστό πορτοκαλί, το κόκκινο και το κίτρινο με τα γκρίζα. Ταυτόχρονα, τα επάλληλα στρώματα και επίπεδα, τα ίχνη και οι λεπτομέρειες, οι εναλλαγές φωτεινών και σκοτεινών περιοχών, οι εμφανείς διαδρομές της χειρονομίας και της γραφής είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα έργα της, στα οποία η διαφαινόμενη μνημειακότητα δεν έχει να κάνει τόσο με τις διαστάσεις, αλλά πηγάζει από τις ίδιες τις μορφές. Σε αρκετές περιπτώσεις οι συνθέσεις της θυμίζουν τοιχογραφίες, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου και της φθοράς.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Παπούλα οδηγεί τη δημιουργία της προς μια καινούργια κατεύθυνση. Η ζωγραφική της εμπλουτίζεται και διαφοροποιείται τόσο θεματικά όσο και σε επίπεδο τεχνικής και υλικών. Για να μορφοποιήσει τα ερεθίσματά της σε συγκροτημένες συνθέσεις, η Παπούλα επιχειρεί ένα ποιοτικό άλμα στα εκφραστικά-πλαστικά της μέσα. Η ατομική έκθεση με τίτλο Χάριν Παιδιάς (1995, αίθουσα τέχνης «Κρεωνίδης»), ορίζει το νέο πλαίσιο της δουλειάς της. Οι συνθέσεις με τις αλλεπάλληλες γραφές δίνουν την εντύπωση παλίμψηστων επιφανειών, αποκαλύπτουν τη ζωτική της επαφή με τον χώρο και τον κόσμο που την περιβάλλει, αποτυπώνουν και συμπυκνώνουν με έναν απόλυτα εξομολογητικό τρόπο εικόνες που διέγειραν και στιγμάτισαν τη φαντασία της τόσο ως οπτικά ερεθίσματα όσο και ως εμπειρίες και πραγματικότητες: «Μορφές που υπάρχουν και δεν υπάρχουν, είναι και δεν είναι. Ανασκαφές της μνήμης μέσα στα πράγματα και των πραγμάτων μέσα στη μνήμη. Εικόνες όπως εκείνες που μπορεί να δει κανείς πάνω στην πέτρα και το ξύλο, πάνω σε τοίχους ή σε βρεγμένους δρόμους, μαγικές εικόνες πάνω στα σύννεφα». Η Παπούλα αναζητά τους εικαστικούς της μύθους στα αποθέματα της μνήμης, της επιθυμίας και του συναισθήματος, αλλά και στην επαφή της με την καθημερινότητα. Σε αυτό το πλαίσιο θα κινηθεί η ζωγραφική της στη συνέχεια, με την τεχνική να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο ως έκφραση και προβολή μιας εσωτερικής αναγκαιότητας.

Οι εικόνες της επιβάλλονται με την αποσπασματικότητα και την τρυφερότητά τους, ισορροπούν ανάμεσα σε εκείνα που φανερώνονται και σε εκείνα που αποκρύπτονται και υπονοούνται, προτείνοντας μια άλλη ποιητική εκδοχή του ορατού: εσωτερικοί χώροι που συμπλέκονται με εξωτερικούς, φασματικές ανθρώπινες παρουσίες, ιδιότυπες νεκρές φύσεις, μικρές δοκιμές και στιγμιότυπα από προσωπικές ιστορίες, εικόνες που παρατίθενται και συνυπάρχουν πάνω σε ένα μεγαλύτερο επίπεδο. Οι μεταμορφώσεις της παιδικής εικονογραφίας, οι σχεδιαστικές λεπτομέρειες, τα παραπληρωματικά μοτίβα που πλαισιώνουν το κεντρικό θέμα, τα γραμμικά στοιχεία με την κυμαινόμενη ένταση και τον καλλιγραφικό τους, κάποιες φορές, χαρακτήρα, η μικρογραφική αντίληψη, το στοιχείο της έκπληξης και η αίσθηση του παράδοξου, η χρωματική κλίμακα που βασίζεται σε θερμούς, γήινους τόνους αλλά και στις διαβαθμίσεις και τη λάμψη του μπλε, αναδεικνύονται σε βασικά γνωρίσματα της ζωγραφικής της.

Οι Μικρές φύσεις που θα παρουσιάσει το 1998 (αίθουσα τέχνης «Κρεωνίδης»), συνιστούν μια ενδιαφέρουσα στιγμή στην πορεία της Παπούλα, καθώς γίνεται φανερό ότι έχει κατασταλάξει στην έρευνά της, κατακτώντας ένα προσωπικό ύφος που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία, τους προβληματισμούς και την κοσμοαντίληψή της. Ο τίτλος της συγκεκριμένης σειράς έργων δεν έχει να κάνει τόσο με τις διαστάσεις τους, αλλά πρωτίστως με την αίσθηση που αυτά επιβάλλουν –μικρές, χαμηλόφωνες και αποσπασματικές «φυσικές» απεικονίσεις, φευγαλέες εντυπώσεις, αποστάγματα συγκινήσεων, εικόνες κίνησης που αιχμαλωτίζουν τον χρόνο, θραύσματα και νύξεις ιστοριών που ταλαντεύονται ανάμεσα στο προφανές και το αφανές: Το τραίνο, ο ποδηλάτης και ο δρόμος, Η γάτα που λέει μια ιστορία, Δρόμος, Στην άκρη, Κόκκινο στην πόλη, Έρχεται, Κίτρινο στο δάσος, Εικόνα από το παράθυρο... Οι συνθέσεις που θα συμπεριλάβει στις επόμενες ατομικές της εκθέσεις (γκαλερί «Άνεμος», 1999· γκαλερί «Ζίνα Αθανασιάδου», Θεσσαλονίκη, 2001· γκαλερί «Χριστίνα Καρελλά», 2001, 2004· αίθουσα «Σκουφά», 2003 κ.α.) καταγράφουν την εξέλιξη της δουλειάς της. Τα ουσιαστικά θέματα που την απασχολούν παραμένουν τα ίδια, παρουσιάζονται όμως με νέες μορφές χάρη στη δυναμική διάσταση της φαντασίας και στην πρωτοτυπία με την οποία τα επεξεργάζεται.

Το ξύλο, ο ακρυλικός σοβάς και ο στόκος της αγιογραφίας αποτελούν πλέον τη φέρουσα επιφάνεια των έργων της, δημιουργούν ανάγλυφες, αδρές επιφάνειες με την υφή να δίνει τον γενικό τόνο. Τα υλικά αυτά δένονται οργανικά και γίνονται αναπόσπαστα τμήματα των συνθέσεων της, περιβάλλοντας τις εικόνες ως πλαίσιο ή απομονώνοντας και προβάλλοντας μικρότερες ιστορίες. Η χρήση μικτής τεχνικής (μολύβια, παστέλ, ρινίσματα μετάλλων, σύρματα, επικολλημένα χαρτιά με ζωγραφιές) μεγιστοποιεί τη σημασία που αποδίδει η ζωγράφος στις εκφραστικές ποιότητες της ματιέρας και των ιδιαιτεροτήτων των υλικών της, στην ανάγκη να διατηρήσει μια ισχυρή σχέση και σύνδεση με τον υλικό χαρακτήρα του καλλιτεχνικού δημιουργήματος.

Η θεματογραφία και η οπτική της επικεντρώνεται, κατά κύριο λόγο, στο φυσικό περιβάλλον –οργωμένα χωράφια και αγροί, ουρανοί και θάλασσες, μονοπάτια και δρόμοι, βουνά, βράχοι και λόφοι. Διαφορετικές οπτικές γωνίες και προοπτικές αποδόσεις συνδυάζονται με επικαλυπτόμενες γραφές, σημάδια, γραφισμούς και χαράξεις, πολλαπλές προσεγγίσεις και επεισόδια, ενώ το τοπίο, πολλές φορές, συνενώνεται με μικρογραφικές σκηνές που εκτυλίσσονται σε εσωτερικούς χώρους. Οι συνθέσεις της είναι λιτές και διαυγείς, εκπορεύονται από την ευαισθησία της, αναδεικνύοντας τα διαφορετικά επίπεδα των σχέσεων της τόσο με την εξωτερική πραγματικότητα όσο και με την υποκειμενική θεώρησή της· συνθέσεις που προσφέρουν συγκίνηση και οπτική απόλαυση, εξαγνίζουν το βλέμμα, ανασυνθέτουν και αποκαλύπτουν την πολυμορφία του φυσικού χώρου, συντείνουν στην επιβολή του τελικού αποτελέσματος, οδηγούν την εικόνα, πέρα από κάθε αφήγηση, στα όρια μιας αίσθησης άμεσης και ζωντανής, απλής και αυθόρμητης. Παρατηρώντας τα έργα της ανακαλύπτεις προοδευτικά την πλοκή τους, που δεν είναι περιγραφική γεγονότων και περιστατικών αλλά μια διαδοχή ερεθισμάτων.

Ένας ολόκληρος κόσμος, παραμυθένιος και θελκτικός, ήρεμος, γαλήνιος και απροσδόκητος κυριαρχεί στις συνθέσεις της, αναπτύσσεται και ισορροπεί στην προέκταση του ονείρου, της φαντασίας και του χρόνου· ένας κόσμος που καλεί τον θεατή να περιηγηθεί μέσα του, να αναδιφήσει βαθύτερα στην αποκρυπτογράφηση των καλά φυλαγμένων μυστικών του, να στοιχειοθετήσει τον μύθο του, να αναζητήσει τις συμβολικές και συναισθηματικές αναφορές του, τις νοηματικές αποχρώσεις του.

Ηφαίστεια που καπνίζουν, σπίτια, σκάλες, ζώα, καράβια, αεροπλάνα, τρένα, αυτοκίνητα, χαρταετοί, δέντρα, καπνοί, ποδήλατα, άνθρωποι που πετούν ή αιωρούνται, μικροσκοπικές φιγούρες –ελεύθερες ή εγκλωβισμένες μέσα σε ανοιχτές πόρτες και κουτιά– αναζητούν και βρίσκουν τη θέση τους, έχουν τη δική τους λειτουργία στον οικείο και συνάμα παράδοξο κόσμο της. Σαν όνειρο και σαν πραγματικότητα, τα θέματά της διαρκώς επανέρχονται σε παραλλαγές, φανερώνοντας την ανάγκη της ζωγράφου να τα προσεγγίσει κάθε φορά –με διαφορετικό τρόπο, ελάχιστα μέσα και χωρίς εξάρσεις, στόμφο και ρητορείες– τόσο μορφολογικά όσο και νοηματικά, διερευνώντας παράλληλα και εξαντλώντας, τις εκφραστικές τους δυνατότητες. Στις πιο πρόσφατες συνθέσεις της που είναι έμφορτες συμβολισμών και μηνυμάτων, η περιρρέουσα ποιητική ατμόσφαιρα ενισχύεται, οι καθαρά πλαστικές αξίες κυριαρχούν, το αινιγματικό συμβιώνει με το διφορούμενο, η ζωντανή γραφή του κόσμου συναντά τον αισθησιασμό της στιγμής, η δημιουργία της αποκτά νέα δυναμική, εξακολουθεί να «αντιστέκεται», αφήνει μια αίσθηση ζωής και χρώματος, δομής και σημασίας, θέτοντας τις βάσεις για μια ενδιαφέρουσα συνέχεια.

Ιανουάριος 2009

Γιάννης Μπόλης

Ιστορικός Τέχνης

 

 


 

 

Λίλα Παπούλα – Τόποι ψυχής (2014)

Η ζωγραφική της Λίλας Παπούλα είναι ανοιχτή σε προσεγγίσεις με τα θέματά της να ορίζουν την ορατή πλευρά ψυχικών καταστάσεων και συμπεριφορών, να συνδιαλέγονται, να απευθύνουν και να απευθύνονται, να απεικάζουν τη ζωτική της σχέση με το κόσμο και να απηχούν όψεις της αντιφατικότητάς του, να αξιώνονται κάτι περισσότερο από το προφανές, να υπονομεύουν τη συνηθισμένη πρόσληψη των πραγμάτων, να ιχνηλατούν και να αποτυπώνουν μυστικές συνδέσεις και συσχετισμούς μέσα από απρόσμενες συναντήσεις, ισορροπίες και αντιθέσεις, τεχνικές αφήγησης και συνειρμούς. Την μέχρι τώρα πορεία της τη χαρακτηρίζει η γνώση και η πλατιά εικαστική παιδεία, η συνοχή, η ποιότητα και η πρωτοτυπία των μορφοπλαστικών αναζητήσεων και των προτάσεών της οι οποίες κινούνται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο πεδίο των οπτικών εντυπώσεων και εκείνο της υποκειμενικής ερμηνείας και επαναδιαπραγμάτευσής τους. Η τέχνη της δίνει έμφαση στις αμιγείς ζωγραφικές αξίες και τις εκφραστικές δυνατότητες του χρώματος, της ματιέρας και της χειρονομίας, συγκροτεί μια πολύπλευρη καλλιτεχνική σύλληψη, μια ολοκληρωμένη μορφοποίηση, πλούσια και μεστή σε συμβολικές αναφορές και αναγνώσεις.

Η νέα ενότητα έργων της με τίτλο Ό,τι απέμεινε, συνεχίζει και εξελίσσει την προηγούμενη δουλειά της, τους Τόπους. Με εκκίνηση και οδηγό φωτογραφίες που τράβηξε η ίδια και οι οποίες λειτουργούν, όπως εξομολογείται, ως ένα είδος «ημερολογιακών σημειώσεων», ερεθισμάτων και μνημονικών ανακλήσεων, παρουσιάζει συνθέσεις όπου το ατομικό συμβιώνει με το συλλογικό, το ενδόμυχο με το φανερό, η συγκίνηση, η ευαισθησία και το βίωμα κατέχουν εξέχουσα θέση. Τόποι οικείοι και συνάμα ανοίκειοι. Απόηχοι και σπαράγματα μιας αλλοτινής ζωής που πέρασε και χάθηκε. Τμήματα ερημωμένων σπιτιών που αντέχουν και αντιστέκονται, εκτεθειμένα και απογυμνωμένα, πληγωμένα και μετέωρα στο παράλογο αστικό τοπίο μιας πόλης άξενης και εχθρικής. Τοίχοι φαγωμένοι, γκρεμίσματα και ακατοίκητοι χώροι, ως αντικατοπτρισμοί μιας πραγματικότητας σχεδόν μεταφυσικής, που φέρουν τα σημάδια και τα ίχνη του παρελθόντος και του παρόντος, «αφηγούνται», χαμηλόφωνα χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις, μικρές ιστορίες, ανείπωτες και μυστικές, για τη ζωή, την απώλεια και τον θάνατο, για όνειρα, χαμένες φωνές και ακυρωμένες ελπίδες. Μέσα από μια διαδικασία αφαίρεσης, υπερβαίνει την αναπαράσταση και την ψυχρή περιγραφή, απομονώνει τα στοιχεία εκείνα που κατευθύνουν στην ποιητική μετάπλαση του πραγματικού, μεταδίδουν και διατηρούν ατόφια την πρωταρχική αίσθηση με τις έννοιες του χρόνου και της μνήμης να συμπλέκονται σε μια αδιάσπαστη ενότητα. Ο θεατής βρίσκεται μπροστά σ’ ένα ιδιότυπο σύμπαν, ένα περιβάλλον μοναξιάς, αδιατάρακτης ηρεμίας και σπαρακτικής σιωπής –φασματικές σκηνογραφίες και ακινητοποιημένες παρουσίες που επιβάλλονται με ένταση και μοιάζουν να πηγάζουν απευθείας από το υποσυνείδητο. Τα έργα αποπνέουν μια αδιόρατα ρομαντική, μελαγχολική διάθεση, τα ερείπια που απεικονίζονται έχουν τον χαρακτήρα του τελεσίδικα εγκαταλειμμένου και της επιτελεσμένης φθοράς με τα ανεξίτηλα στίγματα της κοινότοπης περιπέτειας τους διαμέσου των καιρών. Η τεχνική επεξεργασία, η αυθόρμητη, σχεδόν, «αυτόματη» γραφή με τις συνεχείς επεμβάσεις και επικαλύψεις, η υλικότητα και η απτική εντύπωση συντείνουν αποφασιστικά στην τελική εικόνα και την αλήθεια του θέματος, ενός θέματος που φορτίζεται από την εμφατική σημασία που του αποδίδει η ζωγράφος, ενός θέματος που εκκινεί από την καθημερινή ζωή και στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται ως υπαινιγμός ο άνθρωπος, παρών μέσα από την απουσία του.

Τα ερείπια της Λίλας Παπούλα δεν είναι μόνο «τα θραύσματα μιας εσωτερικής τοιχογραφίας», όπως η ίδια τα προσδιορίζει και τα αντιλαμβάνεται, αλλά γίνονται μεταφορές των ψυχικών ρηγμάτων και της πολυπλοκότητας ενός κατακερματισμένου κόσμου που έχει απολέσει τις σταθερές και τα σημεία αναφοράς του στη σημερινή παράδοξη και δραματική συγκυρία της αστάθειας, της ρευστότητας και της μετάβασης, έρχονται να δοκιμάσουν τους φόβους και τις ανησυχίες μας, να στοιχειώσουν το μυαλό μας, να χαρτογραφήσουν τους διχασμούς και τις υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, να εξομολογηθούν την ποιητικότητα της ανολοκλήρωτης προσπάθειας και της ηθικής του αδιεξόδου, να προτείνουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επιστροφής σε ξεχασμένες αξίες, να ενεργοποιήσουν και να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Η Λίλα Παπούλα επικαλείται μια βαθύτερη επικοινωνία και μια διαφορετική, ολοκληρωτικά προσωπική και συναισθηματική αντίληψη θέασης με τις συνθέσεις της να συγκροτούν έναν διαρκή συλλογισμό για τον ρόλο και τη δύναμη, τη μυστηριώδη γοητεία και την αμφισημία της εικόνας, για την αποκάλυψη όλων εκείνων που βρίσκονται κρυμμένα πίσω από την επιφάνεια.

Ιούνιος 2014

Γιάννης Μπόλης Ιστορικός Τέχνης - Επιμελητής ΚΜΣΤ Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκη

Ζούνη Όπυ, 2008

Ένα έργο ποιητικό

Η Λίλα Παπούλα έχει έναν ανεξάντλητο πλούσιο κόσμο και θεματικά ανανεώνει συνέχεια τις συνθέσεις της. Έχει στοιχεία αναγνωρίσιμα στα έργα της διακριτικές παρουσίες σαν εκείνες τις φιγούρες που ξαφνικά τις βλέπεις σε ένα βουνό ή σε μία κοιλάδα.

Η Λίλα Παπούλα με γνώμονα την ποιότητα πάντα ανακαλύπτει μία καινούρια πλούσια θεματογραφία – βουνά, θάλασσες, πεδιάδες καθώς και χρώματα με άπλετο το άσπρο το ελληνικό φως. Ανακαλύπτει και μελετά δικές της γραφές και τεχνικές. Για όποιον την γνωρίζει, μέσα στο έργο της υπάρχει ένας ολοκληρωμένος κόσμος που ξεκινάει μέσα από την μνήμη και την ψυχή της καθώς και τα βιώματά της.

Όπυ Ζούνη
Αύγουστος 2008

Παινέση Μυρτώ - Καλογερά, 1998

Οι ΄Τοιχογραφίες¨ της  Λίλας Παπούλα

Με αφετηρία τις μνήμες και τα βιώματα της, η Λίλα Παπούλα ανασύρει από τη λήθη του χρόνου προσωπικές της στιγμές, τις οποίες αναπλάθει με την δύναμη και την μαγεία των εικόνων, μετουσιώνοντας το παρελθόν σε παρόν ή και σε μέλλον .
Τα έργα της, στιγμές με τοπία και με ανθρώπινες μορφές που λειτουργούν σχηματικά και υπαινικτικά συνθέτουν μία βιογραφική ζωγραφική που προσκαλεί τον θεατή να λάβει μέρος σε ένα ταξίδι στο χρόνο με ακαθόριστο τέλος, το οποίο ο καθένας καλείται να ορίσει σύμφωνα με τις εμπειρίες και την φαντασία του .
Στην καλλιτεχνική της δημιουργία, μοναδικός και εξαιρετικά πρωτότυπος είναι ο τρόπος που η ζωγράφος χρησιμοποιεί τα διάφορα υλικά ως υπόστρωμα του έργου της και τα οποία δημιουργούν την αίσθηση της τοιχογραφίας , υπηρετώντας απόλυτα την αυθόρμητη γραφή της . Το ξύλο είναι η βάση όπου ο
σοβάς σε συνδυασμό με άλλα υλικά καλούν την ζωγράφο να αναπτύξει τις προσωπικές αφηγήσεις της. Κατασκευαστικά στοιχεία που προσθέτει επιλεκτικά η καλλιτέχνις αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο την αξία των θεμάτων της, προσδίδοντας την αίσθηση του ανάγλυφου στο έργο της .
Διάφανα χρώματα καθορίζουν τις φόρμες των αντικειμένων , αχνές γραμμές ορίζουν τα περιγράμματα των μορφών , και όλα κινούνται σε ένα ταξίδι στο χρόνο , παρασύροντας τον θεατή σε μία ερμηνεία ονειρική με συγκεκριμένες
αναφορές στα βιώματα της ζωγράφου .
Οι ανθρώπινες φιγούρες αποδοσμένες σχηματικά με μαύρο χρώμα αποπνέουν έναν αφαιρετικό στοχασμό . Τοποθετημένες είτε στη γη σε μία άκρη της ζωγραφικής επιφάνειας είτε ψηλά στον ουρανό, παρατηρούν το ξεδίπλωμα της αφήγησης της ζωγράφου και λειτουργούν ως θεατές της τέχνης της .

Μυρτώ Παινέση – Καλογερά, Ιστορικός Τέχνης

.

Κατερίνα Δροσοπούλου, 1998

1 kdr032

2 kdr033

3 kdr034

4 kdr035

Δανιηλοπούλου Όλγα, 1998

Μικρά Τοπία

Η υπόθεση για αυτό το ζωγραφικό έργο είναι πως κάθε μικρή σκέψη κατευθύνεται από μια στιγμή που λειτουργεί συνειρμικά. Η εικόνα εμφανίζεται απλή αλλά συγχρόνως συντεθημένη από πολλαπλές σχεδιαστικές λεπτομέρειες ώστε να δυναμώνει στο επίπεδο του μηνύματος και να επικοινωνεί. Αναφέρει, ας πούμε, με τον τρόπο αυτό τα συστατικά της.

Κάθε είδος ζωγραφισμένης εικόνας μπορεί να μεταφέρει ιδέες και αισθήματα και στο επίπεδο αυτό η ζωγραφική της Λίλας Παπούλα είναι καθαρή, πλασμένη στο ύφος και το υλικό από προσωπικά συστατικά. Σαν ένα παιχνίδι ομαδικών οπτικών αναμνήσεων που όμως σε κάθε έργο διατυπώνονται σαν ολοκληρωμένη όψη, ή καλύτερα σκηνή ενός τοπίου.
Το τοπίο δεν είναι ρεαλιστικό αφού δεν έχει σκοπό να φωτογραφήσει, και αυτό δεν μας ενδιαφέρει πια καθόλου. Δεν μεταφέρει το παιχνίδι μιας λανθάνουσας παιδικότητας και στειρωμένης νοσταλγίας, παρ' ότι η αφαίρεση της ζωγραφικότητας θα διευκόλυνε αυτή την ανάγνωση. Είναι τοπία που με μεγάλη περίσκεψη τοποθετούν μια συνάντηση αναμνήσεων που είναι γεμάτες από φυσικούς συνδυασμούς.
Ονομάζουμε φυσικούς συνδυασμούς εκείνες τις σχέσεις που χρησιμοποιούν εικονικά στοιχεία του περιβάλλοντος, για να προκαλέσουν την καινούργια διατύπωση μιας φευγαλέας σκέψης. Ακόμα και όταν αυτές οι λεπτομέρειες παρουσιάζονται σαν εμμονές, το τοπίο που εμφανίζεται στην ζωγραφιά παραμένει εικόνα τους. Και μ' αυτό τον μηχανισμό γίνονται τα "μικρά τοπία". Όχι επειδή είναι μικρών διαστάσεων αλλά διότι η εικόνα τους είναι αποσπασματική. Είναι τεμαχισμένη από το ασυνείδητο μέρος των εντυπώσεων του δημιουργού, και αναλύεται με διαφορετικό τρόπο από τον ενσυνείδητο χώρο των εμπειριών του θεατή. Η επικοινωνία στην
περίπτωση αυτή δεν δυσκολεύεται, καθώς η γλυκύτητα και η τρυφερότητα που εκδηλώνεται στο θέμα και την τεχνική προσελκύει αυτόματα την αντιστοιχία της στη διάθεση του θεατή.
Στο πλαίσιο μιας γενικότερης τάσης προς την αναζήτηση ζωγραφικής αθωότητας, που ξαναβρίσκουμε στην τέχνη σήμερα, το έργο της Παπούλα χωρίς να υποκύπτει σε εύκολες παιδικότητες μεταδίδει διαρκώς την πρόσχαρη επέκταση ενός θαρραλέου απλού στοχασμού.
Το ζήτημα δεν είναι αθωότητα, ο σκοπός δεν μοιάζει ευκολία. Βρίσκουμε πως πρόκειται για μια καλλιτεχνική επιλογή στο επίπεδο του θέματος και στον τρόπο της τεχνικής διαδικασίας που περιγράφει την απλή λεπτομέρεια. Όταν κανείς συγκεντρωθεί μπορεί να ανασύρει μέσα από τις φυσικές δυνατότητες κάθε μικρού τοπίου τον κόσμο που ζωγραφίζεται εκεί. Αυτή είναι η ζωγραφική ποιότητα της Λίλας Παπούλα αλλά και η κατάκτησή της μέχρι σήμερα.
Μάθαμε να περιμένουμε απ' τις ζωγραφικές εικόνες να είναι δύσκαμπτες και να φτάνουν σ' εμάς, διαρκώς μεταβαλλόμενες μέσα από περίπλοκους νοητικούς μηχανισμούς. Επιθυμούμε ωστόσο από τις ζωγραφισμένες εικόνες να έρχονται σε μας με τον απλό τρόπο, ένα προς ένα (1:1) στον δικό μας γωνιακό χώρο. Συναντάμε αρκετές φορές την τέχνη να το έχει επιτύχει αυτό. Η γλώσσα του σχεδίου και των χρωμάτων κατέχοντας την δυνατότητα των άπειρων
συνδυασμών μπορούσαν πάντα να μας μιλήσουν για το κάθε τι.
Το έργο που βλέπουμε τώρα καταφέρνει ακριβώς αυτό. Η ζωγραφιά είναι το σχεδιαστικό μέσον, εκεί όπου μπορεί κανείς να ψάξει να βρει κάτι γνωστό, ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, χρώματα και σχήματα που όλα θυμίζουν αντικείμενα ή μορφές, όνειρα ή ιστορίες.
Η Παπούλα δουλεύει με οποιοδήποτε υλικό - φυσικό ή προσωπικό - που της δημιουργεί μια εσωτερική αναγκαιότητα οπότε αυτό με τη σειρά του θα προσφέρει στο έργο την φυσική του ομορφιά!
Η ομορφιά κατευθύνεται από την εσωτερική αναγκαιότητα και αυτό σημαίνει ότι ένα έργο μπορεί να είναι ταυτόχρονα όμορφο και άσχημο. Εξαρτάται από τον τρόπο που κοιτάς. Όταν το έργο είναι φτιαγμένο σε απόλυτη αρμονία με την εσωτερικότητα και ανάγκη του καλλιτέχνη, τότε κάθε σχήμα, κάθε χρώμα, και η πιο μικρή λεπτομέρεια έχουν μια συγκεκριμένη λειτουργία μέσα στο έργο. Τότε το νόημα είναι πλήρες και ο σκοπός του ορατός, τότε το πρόβλημα του κοινωνικού χώρου που απευθύνεται έχει λυθεί. Τα έργα αυτής της έκθεσης διέπονται από αυτούς τους κανόνες.

Ιανουάριος 1998

Όλγα Δανιηλοπούλου
Ιστορικός τέχνης
Επιμελήτρια
Μουσείου
Γιάννη Σπυρόπουλου

Μάνος Στεφανίδης

manos-stefanidis

Lila Papoula, 2017

Lila Papoula

Walls that were hiding our faces

I have been photographing the walls of dilapidated houses since 1980. Over the last years they have become painting. In their traces on the walls and all that remained, what is still there – the vacant wooden shelves and the ramshackle wardrobes, or the rusty metal staircases in the lightwells that arbitrarily spiral in the void – at one point I saw them “secretly” mirrored – as Manolis Anagnostakis writes in his poem “There….” – the faces of my childhood. I was born and raised in such a ‘house,’ that no longer exists.

But the art of painting, like photographic narration, is merely a pretext. Because it is not re-presentation that counts. Re-presentation becomes the measure of the possibility of “giving utterance” to that which we cannot conceive of. Even if just for an instant, in the wink of a camera shutter. In this way always leaving a blank question mark in the thought, an absence – the absence of those who used to be there, but also the abyss left within us after all that we believed we had, was lost.

As such the harrowing traces of homes that housed the everyday stories of ordinary people, their dreams and certitudes are metaphors for what has transpired during the crisis. A crisis that clearly does not concern only the economic, social and political reality as we knew it and then witnessed its collapse, but primarily the nature of social relations between people which is what has fundamentally altered in the interim. But the landscape of our interior worlds has also been disturbed by the crisis. These multiple ruptures that all of us have lived through and continue to endure served as the incentive for this body of works.

I have always been fascinated in that interior by the play between time and place, in the interstices of the past, present and future, the here and elsewhere, the inside and outside, being and non-being. In this way working with images from the past I searched for and sometimes discovered new paths that led me to the present. Just as it happens now with the images that I bring to this exhibition, images redolent of decay and nostalgia for something that’s lost, it is not, I believe, grief and despair that I share but my artist’s gaze upon all this. Because Art alone can function restoratively as a reconstruction of the suffering and hopelessness that result from loss, as an invitation in the direction of life and hope.

Kastri, July 2, 2017

English translation by Andrea Schroth

Yiannis Bolis, 2017

Lila Papoula: Fragments of an Inner Fresco

Cohesion is the element that has characterized Lila Papoula’s creation since her first personal exhibition at the Nees Morphes Gallery in 1987. In an era dominated by the electronic image she remains riveted on painting and develops her art with consistency and quality, romanticism and passion. In direct correspondence with emotional and psychic states, seeking to discover and transcribe what is found hidden below the surface, to render her ideas and thoughts visible in the form of imprints, she searches for her subjects in the sediment of memory and experience, but also in her direct contact with the quotidian. Her compositions, in which the evident coexists with the intimate, reflect a completely personal mode of experiencing situations. Her works give the impression of surging up from the unconscious and reshape stimuli into plastic art incidents that although removed from visual reality, simultaneously contain it. Open to multiple interpretations and symbolic extensions, the art of Lila Papoula both addresses and is spoken to, surpasses the manifest, figures the vital rapport of the creator with the world, invokes a deeper communication through silence and ultimately leads to a reflection on the role and force, the mysterious attraction and ambiguity of the image.

This new body of works “Walls that were hiding our faces” is a sequel to the exhibition “What remained” and consists of a series of paintings that issue from photographs she took herself and that function, according to the artist, as a kind of “diary” of notes, stimuli, recollections, maxims and allusive formulations. Places that are familiar and at the same time unfamiliar. Echoes and shreds of a former life that has passed and is lost. Plots of dilapidated and abandoned houses that withstand and resist, stripped bare and wounded, run to weeds and suspended in the absurdly urban landscape of an inhospitable and inimical city, exposed to an informal siege, an undeclared war. Ravaged walls with faded graffiti and posters, rubble; coexistence between interior and exterior spaces, stairways hanging in the void, images within images like the mirroring of an almost metaphysical reality. They bear the traces of the past and the present, they “narrate,” in a low voice devoid of melodrama or effusion, stories in a minor key, untold and secret, about life, loss and death, about dreams, silenced voices and dashed hopes.

The particular sensitivity to color, the fragmentary quality, the skillful drawing, the balanced compositions, the solid architectural structure, the sense of space and perspectival rendering of that space as well as the carefully calculated staging, the selection and organization of raw material – all contribute decisively to the final outcome and the truth of the subjects that are charged with the emphatic meaning ascribed by the painter and the manner in which she elaborates it maximizes expressiveness by means of pure plastic values. The subjects are drawn with clarity, the chromatic treatment becomes spare and atmospheric. Cold and warm tones are worked with application and deftness: an abundance of blue, azure and green, off-white, white and grey, ochre, orange, rose, yellow are used in an endless game of alternation while a monochromatic vision frequently prevails. At other times, her images are transmuted into abstract compositions that impose themselves with the intensity, robustness and density of chromatic arrangements over the painting’s surface. The successive layers and levels, the traces, the orderly distribution of masses of light and shadow, the details and the blank spaces on the surface, the visible trajectories of the gesture, the graphism and fineness of the rendering of vegetal motifs are features that distinguish the works in question. Simultaneously, the textures created from the use of mixed media not only set off the material character of the artistic creation but also accentuate the need for a more pronounced and more convincing appearance and sense of the actual deterioration.

Through a process of abstraction, she surpasses representation and cold description to go on to explore the plastic formation and the notional prolongations of her painting. She isolates those elements that govern the poetic transformation of reality, that convey and preserve the primary emotion perfectly intact with the notions of time and memory that interlace in an unbreakable unity. The viewer finds herself before a singular universe, a solitary environment, an imperturbable calm and harrowing silence – spectral scene-paintings and immobilized presences that impose themselves unwaveringly. These works at whose core man finds himself – present by his absence – evoke an impalpably romantic, melancholic disposition. The ruins depicted here have the character of unappealable abandon and irreversible ravages with the indelible marks of their mundane adventure through time.

In her compositions Lila Papoula does not merely present “Fragments of an Inner Fresco” as she herself describes and conceives of them but rather they become metaphors for the psychic fissures and the intricate tracery of a splintered world that has been lacking in constants and whose reference points of fluidity and transition – in today’s paradoxical and dramatic conjuncture of instability – come to test our fears and anxieties, to haunt our minds, to map the schisms and existential anguish of contemporary man. Her paintings avow the poetic quality of unfinished efforts as well as the ethics of impasse, proposing a journey of self-discovery and a return to forgotten values, to activate memory and keep it alive.

Yiannis Bolis
Art Historian - Curator
State Museum of Contemporary Art in Thessaloniki

English translation by Andrea Schroth

Yiannis Bolis, 2014

Lila Papoula – Places where the soul settled

With its themes the painting of Lila Papoula is open to approaches that define the visible facet of moods and behavior – to converse with, address, appeal to and depict the vital rapport she maintains with the world and to echo aspects of its contradictory character. Her subjects demand something more than the ostensible and manage to undermine the customary apprehension of reality – to track and to imprint secret connections and relations through unexpected encounters, equilibrium and contrasts, narrative techniques and associations. Her trajectory up to the present can be characterized by her breadth of culture and knowledge in the visual arts, the coherence, quality and originality of her pursuit of form and of propositions that move along the borderline between the field of optical impressions and the field of subjective interpretation and their renegotiations. Her art puts emphasis on pure painterly values and the expressive possibilities of color, the physical substance of her materials and gesture – that together constitute a multifaceted artistic conception, an accomplished elaboration, rich and replete with symbolic references and readings. This new unity of works with the title What remained continues developing the precedent body of works entitled Places. Her point of departure and guide, photos that the painter took herself and that function, as she relates, like a kind of “daybook” or journal – both as stimulus and mnemonic evocation – she presents compositions in which the individual cohabitates with the collective, the intimate with the overt, where emotion, sensibility and real-life experience occupy a prominent position. Familiar places that are at the same time unfamiliar.

Echoes and fragments salvaged from a former life that has passed and is lost to us. Parts of decrepit houses that withstand and resist time, exposed and stripped bare, wounded and suspended in the absurd urban landscape of an inhospitable and hostile city. Gouged walls, rubble and uninhabited spaces as if mirroring an actuality that is almost metaphysical, that bear the imprints and traces of the past and the present, “recount” in low tones, without melodramatic or sentimental effusions, little stories, ineffable and secret, about life, loss and death, about dreams, vanished voices and dashed hopes. Through a process of abstraction the stories transcend representation as well as cold description, isolate those elements that lead to the poetic reshaping of reality, transmit and preserve in its purity the primary sensation with the concepts of time and memory interlaced in an unbreakable unity.

The viewer finds herself before a singular universe, in solitary surroundings, imperturbable stillness and heartrending silence – spectral stage sets and immobilized presences that make themselves felt with intensity and seem to stem directly from the unconscious. The works are imbued with an intangibly romantic, melancholic mood; the ruins that are depicted have the character of the definitively abandoned and utterly dilapidated with the indelible marks of their prosaic adventures through time. Technical elaboration, the spontaneous almost “automatic” writing [brushwork] with continual interventions and layerings, the materiality and the tactile impression all contribute decisively to the final image and to the truth of the subject, a subject that is charged with the emphatic significance that the painter ascribes to it, a subject that starts out from everyday life and in the core of which can be found an allusion to man – present by his absence.

The ruins of Lila Papoula are not merely “the shards of an inner fresco” as she herself qualifies and perceives them, but they also become metaphors for psychic fissures and the extreme complexity of a shattered world that has lost its constants and reference points. In today’s paradoxical and dramatic conjuncture of instability, fluidity and transition, the ruins come to put our fears and apprehensions to the test, to haunt our minds, to chart the divisions and existential anxieties of contemporary man, to avow the poetry of unfinished efforts and the ethics of impasse and ultimately to propose a journey of self-discovery and a return to forgotten values in order to activate memory and keep it active. Lila Papoula invokes a deeper communication and a different way of seeing that is totally personal and emotional. Her compositions constitute a continuous reasoning about the role and power of the image, its ambiguity and enigmatic allure, as well as the revelation of all that lies hidden beneath the surface.

June 2014

Yiannis Bolis

Art Historian - Curator
State Museum of Contemporary Art in Thessaloniki

Rogan Dora, 2010

Lila Papoula

Transcendants, superposés, les plans sont orchestrés par une extraordinaire sensibilité à la couleur dans les compositions de Lila Papoula. Dans un flux continuel, des champs visuels traversés de formes reconnaissables font immédiatement sentir la force de transformation, de recomposition et de sublimation de l'art. Ici, tout paysage se donne immédiatement pour un paysage de la psyché assorti de fluctuations multiformes qui plongent chaque composition dans une atmosphère particulière, absolument propre à L. Papoula. Des tableaux tels que « Paysage d'ailleurs », « Le lac », « Aspects » etc concrétisent les dépassements charismatiques qui, au-delà de l'aspect pictural, expriment et suggèrent d'inépuisables associations psychiquement lestées. Dans ses compositions, une mobilité idiomatique centrée sur la trace orchestre ces traits, dans une pulsation singulière de la couleur.

Essentiellement « atmosphériques », non seulement les paysages de l'artiste mais toutes ses œuvres prises dans leur ensemble, nous persuadent que nous sommes confrontés à l'expression puissante de son idiosyncrasie artistique, sensible et sensibilisée. La réactivité personnelle innée à cette artiste nous est transfusée par la grâce d'une extraordinaire poésie qui nous met en résonance immédiate avec la richesse de son monde intérieur.

Dora ILIOPOULOU-ROGAN
  Dr of Art and Art Critic 
Officier des Arts et Lettres

Criticou Iris, 2009

Places instead of landscapes

Sometimes, the painting itself is what hollows out the space that lies behind or before it, creating an illusive shell where everything three-dimensional gains an absolute or ideal existence

Elaine de Kooning

When we dive into Lila Papoula’s spare – but paradoxically dense – style, into this assiduous submersion in the compact essence of an ever-present palimpsest landscape, whose intrinsic features are skilfully and persistently either distilled or re-composed, abandoning at the wayside all that is superfluous, and gradually being transformed into a landmark, we navigate the ideational axes of the painter’s structural components, her aesthetic coordinates, her introverted codes and distinct symbols, which are enlisted at the very beginning of this discerning and fundamental viewing: in Lila Papoula’s work, painted space is transformed into land, is delineated as landscape and gradually is distilled into a place. A different geography is compiled along its borders, with inestimable boundaries and palimpsest traces of human presence, which are read slowly, as notes that are carefully formulated and eloquent concise markings on what remains, to a great extent, an unexplored field:

- space constitutes a three-dimensional extent, whose concept maintains a fundamental significance, when attempting to comprehend the universe. According to Gottfried Leibniz, space is no more than the physical relationships of objects in the world. In contrast, Newton proved that the existence of space is independent of the objects which are its cumulative aggregate. Picking up this line of reasoning, Kant later developed the philosophical theory of knowledge, according to which, space and time do not constitute elements that are devised by man, but instead belong to an unavoidable pre-existing framework. In 1905, Einstein’s theory of relativity indicated a correlation of space and time, the time-space continuum. 1

- The English term earth, derived from the Anglo-Saxon word erda, meaning land, earth, or soil 2. Geography is a science concerned with defining and describing the Earth, utilising knowledge of place. Geographical place is often identified with the earth itself, and while most contemporary cultures protect individual property, others such as the Australian Aborigines, reverse that relationship, claiming that the property regime lies with the earth itself. Geomorphology, initially formulated by the Chinese court scientist Shen Kuo (1031-1095), links geology, geography, archaeology, with urban and environmental mechanics and earth science; it examines the forms of the earth and the processes which shaped these, attempting to comprehend why places have their current aspect, and perhaps even to foresee their future appearance: landscape takes shape, is built up and then sinks into obscurity, through natural, tectonic and volcanic processes, as well as through human activity.

- The concept of landscape weaves together the visible features of an area of the earth, containing natural elements, such as the varying forms of the land, living exemplars of flora and fauna, as well as abstract elements such as light, weather conditions and human activities. The Greek word for landscape is topio, derived from topos or place; while the English word landscape has its roots in the Dutch lanschap (a piece of land), and was first utilised as a painting term in 1598 by the Dutch, before becoming identified with the more general concept of a landscape. The very word “landscape” brings together the word land with the Germanic verb scapjan / schaffen which is evocative of the process of formulation. The Earth appears to be formed by natural forces and the details of that formulation are identified with the object of landscape painting.

- The concept of cultural landscape also has its origins in landscape painting: starting with 1500 AD, many European painters painted landscapes, and gradually the people who appeared in these were transformed into faint and ever-smaller figures, becoming incorporated into broader natural axes. 3 Otto Schluter, a geographer at the dawn of the 20th century, juxtaposed the natural landscape, that which predated human intervention, with the cultural landscape, which was formed by man. Presently, geographer and anthropologist Carl O. Sauer claimed that “culture is the agent, the natural area is the medium, cultural landscape the result”. Finally, returning to the concept of a “cultural landscape”, the World Heritage Committee determined in 2006 that “despite the fact that the concept of landscape has for some time escaped its initial connection to art", there is still a prevalent belief that landscape is an “unwritten surface, ready to receive a map, an image or a text, on which cultural symbols and social forms can still be recorded”. 4

- The initial meaning of palimpsest (from the Greek palin = again - and psao = to utilise), is linked mainly with the reutilised page of a manuscript on papyrus, vellum or paper, on which later writing has been written over the effaced original writing, which can still be faintly discerned. The same term is utilised in planetary astronomy, to describe the faint traces of ancient moon craters, while historians use the word to describe the manner in which people perceive time - as a layering of present experiences over faded past ones. Architects, on the other hand, consider as palimpsest architecture such structures as once were something else: whenever places are re-built or remodelled, shadows remain of their previous existence, images such as lines on walls, dried out watercourses, ruins and engravings made in the landscape. And those who like to wander around, can discern those marks, can recognise a palimpsest landscape, a potential symbol of continuous mutability.
In imbuing this knowledge of an ever-transforming space-time continuum in her painting, Lila Papoula does not seek to form a narrative. Nor, by any means does she seek a form of eloquence. From her very first solo exhibition, her roof terraces and landscapes with their constant layering, abstractions and many facets had slowly mutated into a place, silently heading beyond the boundaries of composition. Gradually inventing large fields with sparse natural elements, wishing that they see that which the gaze perceives, converted into signals.

During the process of this experiential action, where continuity itself is an innovation and where the inner becomes one with the outer, alternating fields are created, revealing varying textures: pencils, mixed media, iron filings, grains of soil, acrylic plaster, icon-painting powders, writing and erasure go hand in hand with the few pinks and greys, the dirty whites, the charcoal and grey-greens, the ash shades and the amber of a long-forgotten fire, investigating the boundaries of composition, leading the gaze to what the painter seeks to narrate. Light outlines discourse with curved spots of light, placed horizontally; they follow the uncertain outline of a compact Mediterranean landscape, digging up its innermost existence.

The interludes of abstraction, are subsequently penetrated by the compressed memories of human presence, which, at first glance, appear to be absorbed by the place itself: between the soil craters and the solitary trees, you can vaguely discern a bit of smoke, a fragment of a town, a wall rising up, some vague figure, sporadic traces of a web – all defining a human presence. At other times, an abandoned bicycle in the middle of a white empty plain, or faintly drawn tables – improvised mysterious altars to nature: according to the artist, although anything that is austere can tell a story in and of itself, “the human element in these works arises from necessity, it intrudes on the work, forming it, without any guidance: when it comes down to it, the figures are not included in the landscape, it seems more as if they observe both it and me”.
Lila Papoula’s notes on the origins of the existence of landscape and place, usually set in an indelible noon hour, although at times they spring from the specific field of a photographic capture, are slowly transformed, through a painstaking painting process that obliterates anything superfluous, into empty, solitary plains, in places that are paradoxically dejected in the prevailing dead calm, where the thread of isolation and, perhaps, even that of ecological disaster, occurs simultaneously to the painter and her viewers.

When it comes right down to it, what do we imagine this landscape is? “Is our reference to the similarity of a static painting or a photographic image of picturesque holiness, where within a ritual of viewing – a progression and position of the body, conditions under which this image is displayed, a dark room – the gaze that is imprisoned in a cage and investigates its evidence and its topography?” wonders Nikos Kazeros. “What types of landscapes can our taking-off and wandering around seductive digital chaotic landscapes, immaterial places, define; and what sorts of sojourn can it provide us with? What is the meaning of our attachment to the landscape as a nostalgic imitation of nature?”.
Perhaps, when it comes down to it, the true meaning of this persistent observation, the essence of this laborious recording of the nucleus of a place by the artist, is far more concerned with the view that when “approaching a landscape, not only do we read a portion of its reality, but with the prospect of attempting to place our own stamp on it, it is easy to feel powerless”, but, however much we may approach it, “so do the ready forms we utilise to comprehend it become insufficient, and alongside with this, so does the certainty that it will be recognisable grow weaker. The desire to intervene gradually comes face to face with the difficulty our consciousness has in touching warmly on things and space, providing them with fresh capabilities". 6
I am convinced that, through her painting, Lila Papoula sets aside ready forms and attempts to overcome precisely this predicament of awareness.

Iris Criticou
January 2009

  1. Britannica Online Encyclopedia: Space
  2. Earth (Planet, Cambridge Advanced Learner's Dictionary. Cambridge University Press.
  3. Wikipedia: Landscape & G.B. Dalrymple, The Age of the Earth, California: Stanford University Press, 1991.
  4. S. Pannell, Reconciling Nature and Culture in a Global Context: Lessons form the World Heritage List. James Cook University, Cairns, 2006.
  5. Nikos Kazeros, Το τοπίο σε απόσταση (Landscape from a distance) in the volume «ωραίο, φριχτό κι απέριττο τοπίον!» (beautiful, terrible and austere landscape!), University of Thessaly – Department of Architect Engineers, edited by K. Manolidis, Nissides Publications, 2003.
  6. Kostas Manolidis Προς την ενδοχώρα: σε αναζήτηση μιας συνείδησης του τοπίου (Towards the hinterlands: in search of an awareness of landscape in the volume «ωραίο, φριχτό κι απέριττο τοπίον!», beautiful, terrible and austere landscape!) ibid.

Yiannis Bolis, 2009

Lila Papoula.Painting that is deeply confessional and experiential

Lila Papoula's art has developed with concern, dignity and quality through time. What characterises her progress to date is the internal cohesion of her work, a work that is essentially autobiographical and experiential, whose progress bears the fingerprints of a devoted artist, who serves the art of painting with passion and romanticism, in an era when the viewer's gaze is numb and trapped by a plethora of pulverising electronic images. Born in Athens in 1955, Papoula took her first steps in art alongside Mimis Kontos. This was followed by two years (1974-1976) of studies at St. Martins School of Art in London and then at the Athens School of Fine Arts (1976-1983), where she was tutored by Dimitris Mytaras, Yiorgos Mavroidis and Nikos Kessanlis. From 1977 to 1978 she lived and worked in France and in 1987 her first solo exhibition took place in the Nees Morphes Gallery. She showed a series of compositions with interiors and objects, where her abstract signature and the study of light were the main axes of approach and ways in which her theme was expressed.

In the group of works entitled The memory of colour, which she showed in 1991 at the Kreonidis Art Gallery, human figures – real or imaginary - appear to surface, to dive into, or become one with the shallow and elliptical spaces, where they are shown; images that appear like visions, images that you feel exist in an indefinable world, in another, mystical, dimension, on the cusp between presence and absence, trapped and memorialised within a constant pause in time: in instants that hover between past and present. Colour and light intrude on the structure, balance and movement, provide substance and life to faces and bodies. The atmosphere becomes dream-like, lyrical and romantic; the expressivity of the works extends beyond the values of purely visual arts.

The painter contrives to achieve noteworthy aesthetic results by accurately recording tonal shifts; by a full-on yet carefully calculated composition, that balances and contains the variety of shapes. She draws with colour, without excess details. Her brushstrokes are free, dynamic and certain, and with her careless and generous flow, remind us of the handmade nature of the work. Her works utilise elements of expressionist, fauve and abstract art to create space and rhythm, which are transmitted throughout the painted surface, and to which individual elements are subservient.

Her compositions exude a particular sensibility. A sensibility that can be pinned down not only to her theme and the way it is treated, but also to her technique. The artist, emotionally charged and in direct correlation to emotional and mental conditions, seeks to reveal and communicate that which lies hidden, to render it visible, in colour and form, as imprints of her ideas and thoughts. This is a shift from narrative rendition to psychographic dimension, with perhaps symbolic dimensions. Papoula's images reflect a particular temperament, an entirely personal and private way of experiencing situations, which exude a sense of stemming from the unconscious, transmuting stimuli and memories into creative episodes, removed from visual reality, and yet simultaneously containing it.

The materials, their handling and the entire process, challenge for the primary place in the creative procedure and in the overall image. Papoula, in these compositions, remains "traditional" – faithful to a purely painterly expression as action and as result. Acrylic colours or watercolours are worked and utilised with care and skill and dominate with their shine, fluidity and translucency. Cool and warm tones alternate: an evocative blue is chosen alongside white, warm orange, red and yellow with greys. Simultaneously the successive layers and levels, the traces and details, the staggering of light and dark areas, the obvious paths of gesture and drawing are elements that characterise her works, where the apparent monumentality does not, in fact, relate to the dimensions of those works but stems from the figures themselves. In many instances her compositions are reminiscent of wall paintings, clearly marked by time and decay.

From the beginning of the nineteen nineties Papoula has directed her creativity in a new direction. Her painting has become enriched and differentiated, both in theme and at the level of technique and materials. In order to formulate her stimuli into configured compositions, Papoula attempts a qualitative leap in her means of expression / creation. A solo exhibition entitled For a Game (1995, Kreonidis Art Gallery) sets out a new framework for her work. Compositions with sequential layers of expression give the impression of palimpsest surfaces, reveal her vital contact with the space and world that surrounds her, imprint and concentrate in an entirely confessional manner images that aroused and marked her imagination, both as visual stimuli and as experiences and realities: "Forms that exist and don't exist, that are, and are not. Memory excavates through things and things through memory. Images such as those one can see on rock and wood, on walls or wet tarmac, magic images in clouds". Papoula seeks her artistic myths in the reservoirs of memory, desire and emotion, as well as through her contact with everyday reality. Her painting continues to move within this framework, with technique playing a major role as the expression and projection of an internal need.

Her images assert themselves with their fragmentary nature and their tenderness; they balance between those that reveal themselves and those that are hidden and suggested, proposing another poetic version of the visible: internal spaces that merge with exteriors; spectral human presences; idiosyncratic still lives; small trials and snapshots of personal stories: images that are laid out and co-exist on a broader level. The transformations of childhood iconography, the design details, the supplementary motifs that surround the central theme, the linear elements with fluctuating intensity and, at times, calligraphic nature, the micrographic perception, the element of surprise and the sense of paradox, the chromatic scale that is based on warm, earthen tones, but also on shades and gleams of blue, all rise to the surface as fundamental elements of her painting.

The Small natures she showed in 1998 (at the Kreonidis Art Gallery) constituted an interesting point in Papoula's progress, as it became obvious that she had crystallised in her investigation, contriving to find a personal style that matched her temperament, her soul searching and her world view. The title of this particular sequence of works does not refer to their dimensions, as much as to the primary sense which these impose: small, subdued and fragmentary "natural" depictions; fleeting impressions; the distillation of emotions; images of motion that capture time; fragments and hints of stories that fluctuate between the obvious and the obscure: The train, the biker and the road; The cat that tells a story; Road; To the side; Red in the city; Coming; Yellow in the forest; Image from a window.... Compositions that she went on to include in her subsequent solo exhibitions (Anemos Gallery, 1999; Zina Athanassiadou Gallery, Thessaloniki, 2001; Christina Karella Gallery, 2001, 2004; Skoufa Gallery 2003 and so forth) record the evolution of her oeuvre. The essential themes that occupy her remain the same, but they are presented as new forms thanks to the dynamic dimension of her imagination and the originality with which she handles them.

Wood, acrylic plaster and icon-making putty, now constitute the bearing surface of her works, creating bas-relief, stark surfaces, where texture provides the general tone. These materials bond organically and become integral parts of her compositions, surrounding her images as a frame or isolating and projecting the smaller-scale stories. Her use of mixed media (pencils, pastels, metal shavings, wires, glued-on papers with drawings) maximises the significance which the painter places on the expressive qualities of material and the individuality of her materials, the need to maintain a powerful relationship and link with the material nature of an artistic creation.

Her subject matter and point of view focuses, mainly, on the natural environment: ploughed fields and meadows, skies and seas, paths and roads, mountains, rocks and hills. Various points of view and perspective renderings are combined in overlapping layers of writing, markings, expressions of thought in material sumbols and engravings, multiple approaches and episodes, while the landscape oftentimes merges with miniature scenes unfolding in interior spaces. Her compositions are spare and translucent, rising out of her sensibilities, highlighting the varying levels of her relationships, both with the external reality and with her subjective view: compositions that provide emotion and visual enjoyment, which purify the gaze, recompose and reveal the polymorphy of the natural space, as contributing factors to imposing the final result, they lead the image, beyond any narration, to the limits of a sense both direct and lively, simple and spontaneous. Observing her works you gradually discover their plot, which is not descriptive of events and incidents as much as a succession of stimuli.

An entire world, fairy-tale-like and attractive, calm, serene and unexpected, dominates her compositions, evolves and balances on the projection of dreams, imagination and time; a world that calls upon the viewer to wander around it, to seek harder to decode its well-guarded secrets, to compose its myth, to seek its symbolic and emotional references, its notional shadings.

Smoking volcanoes, houses, ladders, animals, ships, airplanes, trains, cars, kites, trees, smoke, bikes, people flying or hovering, microscopic figures – whether free or imprisoned in open doors and boxes - seek and find their places, discover their function in her familiar and yet paradoxical world. As a dream and as a reality, her themes constantly return in variations, revealing the artist's need to approach them, in each instance, in a different manner, minimal means and without effusions, bombast and rhetoric – both morphologically as well as conceptually, while at the same time investigating and exhausting their expressive capacities. In her most recent compositions, which are loaded with symbolism and messages, the overwhelming poetical atmosphere is reinforced, purely creative values dominate, enigma cohabits with ambiguity, the living expression of the world encounters the sensuality of the moment, its creation gains a new dynamic, continues to resist, to leave a sense of life and colour, structure and significance, setting the foundations for an interesting continuation.

 Yiannis Bolis

Art Historian - Curator
State Museum of Contemporary Art in Thessaloniki

Opy Zouni, 2008

Poetic work
 
Lila Papoula’s world has an inexhaustible wealth of variety and she constantly renews the topics of her compositions. Recognizable elements in her works serve as discreet presences, like those figures that you suddenly see on a mountain or in valley.
Lila Papoula always uses quality as her criterion and discovers a new rich vein of themes-mountains, seas, valleys, as well as colours combined with the abundant white Greek light.
She discovers and studies her own style and techniques.
For whoever gets to know her, within her oeuvre there exists an integrated world that wells up from her memory and her soul as well as her experiences.
 
Opy Zouni
8 th August 2008

.

Drossopoulos Katerina, 1998

Lila Papoula
par Katherine Drossopoulos

Lila Papoula intitule ses œuvres récentes « Petits Paysages ». Tels les fragments de murs peints, ces paysages apparaissent comme un microcosme mental, des parcelles de mémoire enluminées de teintes fluides, aux figures a peine dessinées par un trace aussi doux qu'un murmure. Est-ce la mémoire secrète d'un mur ? Est ce un souvenir qui conte des parcelles du vécu, ou l'on retrouve parfois la lueur fraîche et lointaine de l'enfance ? Le support des œuvres de Lila Papoula est intimement lie a sa peinture, ces deux éléments essentiels de son expression (peinture et support), véhiculent tout le sens du contenu. Depuis des années, l'artiste recherché le rendu de l' espace par des effets de matière.
Aujourd'hui, la muralite du support obtenue par des empâtements d'enduit plâtreux, devient le tissu de son espace mental et affectif. Au fil du regard, les figures se suivent en un entretien transformateur. En fait, il s'agit d'un dialogue mentale est generee par la dynamique des associations d'idées. Souvent un stimuli visuel, la plupart du temps accidentel, déclenche une série d'images et d'idées ; ce peut être une tache sur un mur décrépi, une flaque d'eau, une forme ou une figure dessinées, une craquelure, une trace sur la matière préparée du support. L'œuvre se construit par couches, les elements (figures et couleurs) des différentes étapes restent apparents ça et la, et concourent a la formation de la composition définitive. Lila Papoula travaille directement sur son support, sans dessin préparatoire, ni esquisse préalable. La texture mate et tendre de l'enduit plâtreux capte avec immédiateté cette expression spontanée. Celle-ci est exprimée par des moyens diversifies : tel le trait de crayon qui cerne certaines figures et trace parfois des trajectoires mnemo-spatiales, ou la transparence et la fraîcheur des couleurs déploient des souvenirs-modeles a la surface lumineuse de la conscience. La narrativite de cette contingence perceptive et plastique s'exprime aussi par le détournement des matériaux, tel que les limailles, les fils et les grilles métalliques et l'usage de l'enduit. Ces matériaux sont réinvestis du sens particulier qu'ils inspirent a l'artiste. Par leur schématisation deliberee, les figures revêtent pour l'artiste le sens des idéogrammes, elles ont la valeur d'un idiome sémiologique. Ces figures sont les acteurs de ces paysages oniriques, elles deviennent les habitants de ces perspectives d'environnement citadins et ruraux. Présentées telles les fragments d'une fresque, ces perspectives sont empreintes de sensibilité intérieure. Ce dialogue perceptif entre le champ visuel, la mémoire et le vécu de l'artiste est réalise par la peinture, il s'exprime dans les œuvres par la suggestion du mouvement. Un mouvement évolutif représente par des voitures, un bateau ou un train, l fumée, le vol d'un oiseau, des ballons rouges ou des cerfs-volants. Elles sont telles les personnifications de cette volonté de représentation du monde intérieur de l'artiste.

Katherine Drossopoulos

« Athèmes » revue culturelle francophone en Grèce

.

Daniilopoulou Olga, 1998

Little landscapes

The hypothesis in these paintings is that each tiny thought is guided by a moment which functions in an associative manner. The image gives an appearance of simplicity, but it is also composed of a large number of design details, which enable it to gather strength on the level of the message and to communicate. We could say that in this way it reports on its own constituent parts.

Painted images of all kinds are capable of conveying ideas and feelings, and in that sense the painting of Lila Papoula is pure, moulded by personal ingredients in terms of its style and materials. It resembles an interplay of collective visual memories - one which, however, in each work is expressed as an integrated facet, or perhaps a scene from a landscape.

The landscape is not a realistic one, since its purpose is not to be a photographic record, and that aspect of it is of no interest to us. It does not convey the playfulness of latent 'childlikeness' or sterilised nostalgia, despite the fact that the abstractiveness of its painterliness would facilitate such a reading. These are landscapes which, with great thoughtfulness, give us the location of an encounter among memories full of natural combinations.

By natural combinations, we mean those relationships which make use of figurative elements from the environment in order to trigger a new statement of a fleeting thought. Even when the details appear to take the form of obsessions, the landscape which appears in the painting continues to be an image of them. This is the mechanism by which the 'little landscapes' are produced. They are little in terms not of their dimensions, but because their image is incomplete: it has been fragmented by the unconscious side of the artist's impressions and is analysed, in a different way, by the conscious space of the viewer's experience. In this case, communication is not hindered, since the sense of sweetness and tenderness manifest in the subject-matter and the technique inevitably attracts its equivalent in the disposition of the viewer.

Within the framework of the more general trend towards a search for painterly innocence which we can see in art once more today, the work of Papoula - without succumbing to facile puerility - constantly conveys the charming extrapolations of courageous, simple contemplation.

The question is not one of innocence, and the purpose does not appear to be simplicity. We can see that this is an artistic choice on the thematic level and in the mode of the technical process which describes simple detail. When one concentrates, one can retrieve from the natural capacity of each little landscape the world which has been painted there. That is the painterly quality of Lila Papoula, and her achievement so far. We have learned to expect that painted images should be rigid and that they should reach us, in a state of constant change, through complex mental mechanisms. Nonetheless, we would like painted images to reach us in a simpler way, in a one-to-one relationship with our own cognitive world. Art can be seen to have achieved that quite often. The language of line and colour, with its potential for infinite combinations, has always been able to tell us about everything imaginable.

The work we see here succeeds in precisely that respect. The painting is the design medium in which we can search to find things we know: faces, landscapes, colours and patterns which all remind us of objects or forms, dreams or stories.

Papoula is capable of working in materials of all kinds - natural or personal - which create an internal necessity and thus, in their turn, endow her work with its natural beauty.

Beauty is guided by internal necessity and this means that a work can be simultaneously beautiful and ugly, depending on the way in which one looks at it. When a work has been created in absolute harmony with the inwardness and the need of the artist, then all its shapes, all its colours, and even its smallest details will have a specific function in the work. On such occasions, the meaning is complete, its purpose is visible, and the problem of the social space to which it is addressing itself has been solved. The works in this exhibition are governed by precisely those rules.

Olga Daniilopoulou
Art critic
Curator of Yiannis Spyropoulos Foundation

Manos Stefanidis

LILA PAPOULA
A Trace of Memory
by Manos Stephanidis

Each era has its own form of terrorism. In the sphere of contemporary art, terrorism takes the form of the arbitrary division between the avant garde and traditional expression. Such a division makes permissible - and theoretically legitimate - all conceivable acts of stupidity, and really does stand things on their heads. On the other hand, true artists maintain a dignified (and sometimes disgusted) silence; it is as if their revulsion is their only possible defence.
Lila Papoula strives to speak in images, while at the same time calling into question the imposition of the flowing electronic images which are predominant nowadays. She chose painting partly because it is a mater lingua and an imago imagines and partly because it combines meditation and concentration with explosive references to emotion. It is the duty of painting today to serve as aesthetic resistance; otherwise, it has no raison deter. That is what this artist achieves, quietly and without resorting to facile impressions. The research which Lila Papoula has carried out constitutes a unique balance between the manifest and non-apparent, between the trivial and the precious, and, lastly, between the minimal and the monumental whose form it can assume. This painter has things to confess; at the same time, however, she wishes to delete from her iconography any suspicion of rhetoric or pomposity. The given function of the canvas is frequently subverted so as to create projections and developments which allow superimpositions on the surface and the generation of unequal outlines. In this manner, the painting succeeds in projecting itself into space in a manner which is partly physical. It could be said that in these plastic and constructional solutions the sovereignty of the image is intensified like that of a relief, and the painting lays claim to space ex officio.
In their successive layers of script, Lila Papoula's paintings become a palimpsest containing a multitude of information and approaches, with allusions to stories which may begin there but end in the mind of the viewer. In some works, a smaller painting has become entrapped on a larger surface, like a memory set on an icon-stand or a buoy afloat in the sea. The translucent glacis leave such traces of tenderness that the image can be concealed or revealed as the requirements of memory dictate. Lila Papoula's themes are, ultimately, her memories. In parallel, the symbols which perform the narrative are present not so much for their symbolic value as for their emotional connection with the artist herself. In other words, an infinite number of shades of meaning (or expediences) have interpolated themselves between the idea of a house and its depiction in visual terms. Above all, however, the artist's will has imposed itself, so that the representation of a house speaks not of the world of the image but solely of the world of the artist.
The feature which, ultimately, predominates in the work of Lila Papoula is her desire for personal confession and her tendency to condense in a manner suggestive of the adoration of icons the components of an ideal reality - a reality which is sometimes of the past and sometimes of the future, but never of the present.
Indeed, this could be said to be a feature of painting in general. If by resisting it can survive the barrage of images which seek to level it, it will be its duty to hover - to hover between the past and the future, between the familiar and that which is unfamiliar but nonetheless exists...

4.1.95
Manos Stephanidis
Professor N.K.U.O.A