2019 - 2014
Σ’τοίχοι που έκρυβαν πρόσωπό μας / Ό,τι απέμεινε
Walls that were hiding our faces / What remained

01
02
03
04
09
10
11
12
13
14
Picture18
Picture19
Picture20
Picture21
Picture22
Picture23-01
Picture23-02
Picture24
Picture25
Picture26
Picture27
Picture28
Picture29
Picture30
Picture31
Picture32
Picture33
Picture34
Picture35
Picture36
Picture37
Picture38

Λίλα Παπούλα: «Θραύσματα μιας εσωτερικής τοιχογραφίας»

Η συνεκτικότητα είναι το στοιχείο εκείνο που χαρακτηρίζει τη δημιουργία της Λίλας Παπούλα, ήδη από την πρώτη ατομική της έκθεση, στην γκαλερί «Νέες Μορφές» το 1987. Στην εποχή της επικράτησης της ηλεκτρονικής εικόνας, παραμένει προσηλωμένη στη ζωγραφική και εξελίσσει την τέχνη της με συνέπεια και ποιότητα, ρομαντισμό και πάθος. Σε ευθεία αντιστοιχία με συναισθηματικές και ψυχικές καταστάσεις, επιδιώκει να αποκαλύψει και να μεταγράψει αυτό που βρίσκεται κρυμμένο πίσω από την επιφάνεια, να καταστήσει ορατά ως αποτυπώματα τις ιδέες και τις σκέψεις της, αναζητώντας τα θέματά της στα αποθέματα της μνήμης και των εμπειριών, αλλά και στην επαφή της με την καθημερινότητα. Οι συνθέσεις της, στις οποίες το φανερό συμβιώνει με το ενδόμυχο, αντανακλούν έναν εντελώς προσωπικό τρόπο βίωσης των καταστάσεων, δίνουν την εντύπωση ότι πηγάζουν από το υποσυνείδητο, μεταπλάθουν τα ερεθίσματα σε πλαστικά επεισόδια που, αν και αφίστανται της οπτικής πραγματικότητας, συγχρόνως την εμπεριέχουν. Ανοιχτή σε αναγνώσεις και συμβολικές προεκτάσεις, η τέχνη της Λίλας Παπούλα, απευθύνει και απευθύνεται, υπερβαίνει το προφανές, απεικάζει τη ζωτική σχέση της δημιουργού με τον κόσμο, επικαλείται μια βαθύτερη επικοινωνία μέσα στη σιωπή, κατευθύνει στον αναστοχασμό για τον ρόλο και τη δύναμη, τη μυστηριώδη γοητεία και την αμφισημία της εικόνας.

Η νέα ενότητα έργων της με τίτλο « Σ τοίχοι που έκρυβαν το πρόσωπο μας» είναι η συνέχεια της ενότητας «Ό,τι απέμεινε», εκκινεί από φωτογραφίες που τράβηξε η ίδια και λειτουργούν, όπως εξομολογείται, ως ένα είδος «ημερολογιακών σημειώσεων», ερεθισμάτων, μνημονικών ανακλήσεων, ρητών και υπαινικτικών διατυπώσεων. Τόποι οικείοι και συνάμα ανοίκειοι. Απόηχοι και σπαράγματα μιας αλλοτινής ζωής που πέρασε και χάθηκε. Τμήματα ερημωμένων και ακατοίκητων σπιτιών που αντέχουν και αντιστέκονται, απογυμνωμένα και πληγωμένα, χορταριασμένα και μετέωρα στο παράλογο αστικό τοπίο μιας πόλης άξενης και εχθρικής, εκτεθειμένης σε μια άτυπη πολιορκία, έναν ακήρυχτο πόλεμο. Τοίχοι φαγωμένοι με ξεθωριασμένα συνθήματα και αφίσες, γκρεμίσματα, συνυπάρξεις εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, σκάλες που στέκονται στο κενό, εικόνες μέσα σε εικόνες ως αντικατοπτρισμοί μιας πραγματικότητας σχεδόν μεταφυσικής, φέρουν τα σημάδια του παρελθόντος και του παρόντος, «αφηγούνται», χαμηλόφωνα χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις, μικρές ιστορίες, ανείπωτες και μυστικές, για τη ζωή, την απώλεια και τον θάνατο, για όνειρα, χαμένες φωνές και ακυρωμένες ελπίδες.

Η ιδιαίτερη ευαισθησία του χρώματος, η αποσπασματικότητα, το προσεγμένο σχέδιο, η ισόρροπη σύνθεση, η στέρεη αρχιτεκτονική δομή, η αίσθηση του χώρου και η προοπτική απόδοσή του, η προσεκτικά υπολογισμένη σκηνοθεσία, επιλογή και οργάνωση του πρωτογενούς υλικού, συντείνουν αποφασιστικά στο τελικό αποτέλεσμα και την αλήθεια των θεμάτων που φορτίζονται από την εμφατική σημασία που τους αποδίδει η ζωγράφος και τον τρόπο με τον οποίο τα επεξεργάζεται, με την εκφραστικότητά τους να μεγιστοποιείται από τις αμιγείς εικαστικές αξίες. Τα θέματα διαγράφονται με ευκρίνεια, η χρωματική απόδοσή τους γίνεται λιτή και ατμοσφαιρική. Ψυχροί και θερμοί τόνοι δουλεύονται με επιμέλεια και επιδεξιότητα: πλούσια σε ποιότητες μπλε, γαλάζια και πράσινα, υπόλευκα, λευκά και γκρίζα, ώχρες, πορτοκαλί, ροζ και κίτρινα, χρησιμοποιούνται σ’ ένα συνεχές παιχνίδι εναλλαγών, ενώ, πολλές φορές, κυριαρχεί μια μονοχρωματική αντίληψη, και άλλες φορές οι εικόνες της μετατρέπονται σε αφηρημένες συνθέσεις που επιβάλλονται με την ένταση, την αδρότητα και την πυκνότητα των χρωματικών σχηματισμών πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια. Τα επάλληλα στρώματα και επίπεδα, τα ίχνη, η εύτακτη κατανομή των μαζών του φωτός και της σκιάς, των λεπτομερειών και των κενών επιφανειών, οι εμφανείς διαδρομές της χειρονομίας, οι γραφισμοί και η λεπτότητα της απόδοσης των φυτικών μοτίβων, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα συγκεκριμένα έργα. Ταυτόχρονα, οι υφές που δημιουργούνται με τη χρήση μικτής τεχνικής, τονίζουν όχι μόνο την ανάδειξη του υλικού χαρακτήρα του καλλιτεχνικού δημιουργήματος, αλλά και την ανάγκη της εντονότερης και πιο πειστικής προβολής και αίσθησης της πραγματικής φθοράς.   

Μέσα από μια διαδικασία αφαίρεσης, υπερβαίνει την αναπαράσταση και την ψυχρή περιγραφή, διερευνά την πλαστική συγκρότηση και τις νοηματικές προεκτάσεις της ζωγραφικής της, απομονώνει τα στοιχεία εκείνα που κατευθύνουν στην ποιητική μεταμόρφωση του πραγματικού, μεταδίδουν και διατηρούν ατόφια την πρωταρχική συγκίνηση με τις έννοιες του χρόνου και της μνήμης να συμπλέκονται σε αδιάσπαστη ενότητα. Ο θεατής βρίσκεται μπροστά σ’ ένα ιδιότυπο σύμπαν, ένα περιβάλλον μοναξιάς, αδιατάρακτης ηρεμίας και σπαρακτικής σιωπής –φασματικές σκηνογραφίες και ακινητοποιημένες παρουσίες που επιβάλλονται με ένταση. Τα έργα, στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται ο άνθρωπος –παρών μέσα στην απουσία του– αποπνέουν μια αδιόρατα ρομαντική, μελαγχολική διάθεση, τα ερείπια που απεικονίζονται έχουν τον χαρακτήρα του τελεσίδικα εγκαταλειμμένου και της επιτελεσμένης φθοράς με τα ανεξίτηλα στίγματα της κοινότοπης περιπέτειας τους διαμέσου των καιρών.

Στις συνθέσεις της, η Λίλα Παπούλα δεν παρουσιάζει μόνο «τα θραύσματα μιας εσωτερικής τοιχογραφίας», όπως η ίδια τα προσδιορίζει και τα αντιλαμβάνεται, αλλά γίνονται μεταφορές των ψυχικών ρηγμάτων και της πολυπλοκότητας ενός κατακερματισμένου κόσμου που έχει απολέσει τις σταθερές και τα σημεία αναφοράς του στη σημερινή παράδοξη και δραματική συγκυρία της αστάθειας, της ρευστότητας και της μετάβασης, έρχονται να δοκιμάσουν τους φόβους και τις ανησυχίες μας, να στοιχειώσουν το μυαλό μας, να χαρτογραφήσουν τους διχασμούς και τις υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, να εξομολογηθούν την ποιητικότητα της ανολοκλήρωτης προσπάθειας και της ηθικής του αδιεξόδου, να προτείνουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επιστροφής σε ξεχασμένες αξίες, να ενεργοποιήσουν και να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη.

Γιάννης Μπόλης
Ιστορικός Τέχνης - Επιμελητής ΚΜΣΤ Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκη

Lila Papoula: Fragments of an Inner Fresco

Cohesion is the element that has characterized Lila Papoula’s creation since her first personal exhibition at the Nees Morphes Gallery in 1987. In an era dominated by the electronic image she remains riveted on painting and develops her art with consistency and quality, romanticism and passion. In direct correspondence with emotional and psychic states, seeking to discover and transcribe what is found hidden below the surface, to render her ideas and thoughts visible in the form of imprints, she searches for her subjects in the sediment of memory and experience, but also in her direct contact with the quotidian. Her compositions, in which the evident coexists with the intimate, reflect a completely personal mode of experiencing situations. Her works give the impression of surging up from the unconscious and reshape stimuli into plastic art incidents that although removed from visual reality, simultaneously contain it. Open to multiple interpretations and symbolic extensions, the art of Lila Papoula both addresses and is spoken to, surpasses the manifest, figures the vital rapport of the creator with the world, invokes a deeper communication through silence and ultimately leads to a reflection on the role and force, the mysterious attraction and ambiguity of the image.

This new body of works “Walls that were hiding our faces” is a sequel to the exhibition “What remained” and consists of a series of paintings that issue from photographs she took herself and that function, according to the artist, as a kind of “diary” of notes, stimuli, recollections, maxims and allusive formulations. Places that are familiar and at the same time unfamiliar. Echoes and shreds of a former life that has passed and is lost. Plots of dilapidated and abandoned houses that withstand and resist, stripped bare and wounded, run to weeds and suspended in the absurdly urban landscape of an inhospitable and inimical city, exposed to an informal siege, an undeclared war. Ravaged walls with faded graffiti and posters, rubble; coexistence between interior and exterior spaces, stairways hanging in the void, images within images like the mirroring of an almost metaphysical reality. They bear the traces of the past and the present, they “narrate,” in a low voice devoid of melodrama or effusion, stories in a minor key, untold and secret, about life, loss and death, about dreams, silenced voices and dashed hopes.

The particular sensitivity to color, the fragmentary quality, the skillful drawing, the balanced compositions, the solid architectural structure, the sense of space and perspectival rendering of that space as well as the carefully calculated staging, the selection and organization of raw material – all contribute decisively to the final outcome and the truth of the subjects that are charged with the emphatic meaning ascribed by the painter and the manner in which she elaborates it maximizes expressiveness by means of pure plastic values. The subjects are drawn with clarity, the chromatic treatment becomes spare and atmospheric. Cold and warm tones are worked with application and deftness: an abundance of blue, azure and green, off-white, white and grey, ochre, orange, rose, yellow are used in an endless game of alternation while a monochromatic vision frequently prevails. At other times, her images are transmuted into abstract compositions that impose themselves with the intensity, robustness and density of chromatic arrangements over the painting’s surface. The successive layers and levels, the traces, the orderly distribution of masses of light and shadow, the details and the blank spaces on the surface, the visible trajectories of the gesture, the graphism and fineness of the rendering of vegetal motifs are features that distinguish the works in question. Simultaneously, the textures created from the use of mixed media not only set off the material character of the artistic creation but also accentuate the need for a more pronounced and more convincing appearance and sense of the actual deterioration.

Through a process of abstraction, she surpasses representation and cold description to go on to explore the plastic formation and the notional prolongations of her painting. She isolates those elements that govern the poetic transformation of reality, that convey and preserve the primary emotion perfectly intact with the notions of time and memory that interlace in an unbreakable unity. The viewer finds herself before a singular universe, a solitary environment, an imperturbable calm and harrowing silence – spectral scene-paintings and immobilized presences that impose themselves unwaveringly. These works at whose core man finds himself – present by his absence – evoke an impalpably romantic, melancholic disposition. The ruins depicted here have the character of unappealable abandon and irreversible ravages with the indelible marks of their mundane adventure through time.

In her compositions Lila Papoula does not merely present “Fragments of an Inner Fresco” as she herself describes and conceives of them but rather they become metaphors for the psychic fissures and the intricate tracery of a splintered world that has been lacking in constants and whose reference points of fluidity and transition – in today’s paradoxical and dramatic conjuncture of instability – come to test our fears and anxieties, to haunt our minds, to map the schisms and existential anguish of contemporary man. Her paintings avow the poetic quality of unfinished efforts as well as the ethics of impasse, proposing a journey of self-discovery and a return to forgotten values, to activate memory and keep it alive.

Yiannis Bolis
Art Historian - Curator
State Museum of Contemporary Art in Thessaloniki
English translation by Andrea Schroth