2013 - 2009
Ταξίδι Ευφρόσυνο
A joyous journey

Picture39
Picture40
Picture41
Picture42
Picture43
Picture44
Picture45
Picture46
Picture47
Picture48
Picture49
Picture50
Picture51
Picture52
Picture53
Picture54
Picture55
Picture60
Picture61
Picture63
Picture65
Picture66
Picture67
Picture80

Λίλα Παπούλα. Μια ζωγραφική βαθιά εξομολογητική και βιωματική

Η τέχνη της Λίλας Παπούλα αναπτύσσεται με συνέπεια, αξιοπρέπεια και ποιότητα μέσα στο χρόνο. Εκείνο που χαρακτηρίζει την μέχρι τώρα διαδρομή της είναι η εσωτερική συνοχή του έργου της, ενός έργου κατά βάθος αυτοβιογραφικού και βιωματικού, η ανέλιξη του οποίου φέρει τα αποτυπώματα μιας αφοσιωμένης δημιουργού, με πάθος και ρομαντισμό, στην τέχνη της ζωγραφικής, σε μια εποχή που το βλέμμα του θεατή είναι αδρανοποιημένο και παγιδευμένο στην πληθώρα των ισοπεδωτικών ηλεκτρονικών εικόνων. Γεννημένη το 1955 στην Αθήνα, η Παπούλα πήρε τα πρώτα μαθήματα κοντά στον Μίμη Κοντό. Θα ακολουθήσουν δύο χρόνια σπουδών (1974-1976) στο St’ Martins School of Art του Λονδίνου και στη συνέχεια θα φοιτήσει (1976-1983) στην ΑΣΚΤ, με καθηγητές τους Δημήτρη Μυταρά, Γιώργο Μαυροΐδη και Νίκο Κεσσανλή. Την περίοδο 1977-1978 θα ζήσει και θα εργασθεί στη Γαλλία, ενώ το 1987 θα πραγματοποιήσει την πρώτη ατομική της έκθεση στη γκαλερί «Νέες Μορφές». Παρουσιάζει μια σειρά συνθέσεων με εσωτερικά και αντικείμενα, στις οποίες η αφαιρετική γραφή και η μελέτη του φωτός αποτελούν τους κύριους άξονες προσέγγισης και απόδοσης του θέματος.

Στην ενότητα έργων με τίτλο Η μνήμη του χρώματος, που θα παρουσιάσει το 1991 στην αίθουσα τέχνης «Κρεωνίδης», οι ανθρώπινες μορφές –υπαρκτές ή φανταστικές– εμφανίζονται να αναδύονται, να βυθίζονται ή να ενοποιούνται με τους αβαθείς και ελλειπτικούς χώρους, μέσα στους οποίους παρουσιάζονται –μορφές σαν οπτασίες, μορφές που αισθάνεσαι ότι υπάρχουν σε έναν απροσδιόριστο κόσμο, σε μια άλλη, μυστική διάσταση, στο μεταίχμιο μεταξύ παρουσίας – απουσίας, παγιδευμένες και μνημειωμένες σε ένα διαρκές σταμάτημα του χρόνου, σε στιγμές μετέωρες ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Το χρώμα και το φως επεμβαίνουν στη δομή, την ισορροπία και την κίνηση, δίνουν υπόσταση και ζωή στα πρόσωπα και τα σώματα. Η ατμόσφαιρα γίνεται ονειρική, λυρική και ρομαντική, η εκφραστικότητα των έργων εντείνεται από τις αμιγείς εικαστικές αξίες.

Η ζωγράφος κατορθώνει να φτάσει σε αξιόλογα αισθητικά αποτελέσματα με ακρίβεια στην καταγραφή των τονικών μετατοπίσεων, με σύνθεση μετωπική και προσεκτικά υπολογισμένη, ώστε να ισορροπεί και να συγκρατεί την ποικιλία των σχημάτων. Σχεδιάζει με χρώμα, χωρίς περιττές λεπτομέρειες· η πινελιά της ελεύθερη, δυναμική και σίγουρη, έρχεται σε ορισμένα σημεία με την ατημέλητη και πληθωρική ροή της να υπενθυμίσει τη χειροποίητη προέλευση του έργου. Τα έργα της αξιοποιούν εξπρεσιονιστικά, φωβιστικά και αφαιρετικά στοιχεία, δημιουργούν χώρο και ρυθμό που μεταδίδεται σε ολόκληρη τη ζωγραφική επιφάνεια και στον οποίο υποτάσσονται όλα τα επιμέρους στοιχεία.

Οι συνθέσεις αποπνέουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία. Μια ευαισθησία που εντοπίζεται όχι μόνο στο θέμα και τη διαπραγμάτευσή του, αλλά και στην τεχνική. Η ζωγράφος με συγκινησιακή φόρτιση και σε ευθεία αντιστοιχία με συναισθηματικές και ψυχικές καταστάσεις, επιδιώκει να αποκαλύψει και να μεταγράψει αυτό που βρίσκεται κρυμμένο, να καταστήσει ορατά, με χρώμα και φόρμες, ως αποτυπώματα τις ιδέες και τις σκέψεις της. Πρόκειται για μια μετοίκηση από την αφηγηματική απόδοση στην ψυχογραφική διάσταση, με συμβολικές ίσως προεκτάσεις. Οι εικόνες της Παπούλα αντανακλούν έναν ιδιαίτερο ψυχισμό, έναν εντελώς προσωπικό και εσωτερικό τρόπο βίωσης των καταστάσεων, δίνουν την αίσθηση ότι πηγάζουν από το υποσυνείδητο, μεταπλάθουν τα ερεθίσματα και τις μνήμες σε πλαστικά επεισόδια που αν και αφίστανται της οπτικής πραγματικότητας, συγχρόνως την εμπεριέχουν.

Το υλικό, ο χειρισμός και η επεξεργασία του διεκδικεί την πρωταρχική θέση στη δημιουργική διαδικασία και στην ολοκληρωμένη εικόνα. Η Παπούλα σε αυτές τις συνθέσεις παραμένει «παραδοσιακή» –πιστή στην καθαρή ζωγραφική έκφραση ως πράξη και ως αποτέλεσμα. Τα ακρυλικά χρώματα ή η ακουαρέλα δουλεύονται και χρησιμοποιούνται με επιμέλεια και επιδεξιότητα, κυριαρχούν με τη λάμψη, τη ρευστότητα και τη διαφάνειά τους. Ψυχροί τόνοι εναλλάσσονται και συνδυάζονται με θερμούς· το υποβλητικό μπλε διαλέγεται με το λευκό, το ζεστό πορτοκαλί, το κόκκινο και το κίτρινο με τα γκρίζα. Ταυτόχρονα, τα επάλληλα στρώματα και επίπεδα, τα ίχνη και οι λεπτομέρειες, οι εναλλαγές φωτεινών και σκοτεινών περιοχών, οι εμφανείς διαδρομές της χειρονομίας και της γραφής είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα έργα της, στα οποία η διαφαινόμενη μνημειακότητα δεν έχει να κάνει τόσο με τις διαστάσεις, αλλά πηγάζει από τις ίδιες τις μορφές. Σε αρκετές περιπτώσεις οι συνθέσεις της θυμίζουν τοιχογραφίες, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου και της φθοράς.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Παπούλα οδηγεί τη δημιουργία της προς μια καινούργια κατεύθυνση. Η ζωγραφική της εμπλουτίζεται και διαφοροποιείται τόσο θεματικά όσο και σε επίπεδο τεχνικής και υλικών. Για να μορφοποιήσει τα ερεθίσματά της σε συγκροτημένες συνθέσεις, η Παπούλα επιχειρεί ένα ποιοτικό άλμα στα εκφραστικά-πλαστικά της μέσα. Η ατομική έκθεση με τίτλο Χάριν Παιδιάς (1995, αίθουσα τέχνης «Κρεωνίδης»), ορίζει το νέο πλαίσιο της δουλειάς της. Οι συνθέσεις με τις αλλεπάλληλες γραφές δίνουν την εντύπωση παλίμψηστων επιφανειών, αποκαλύπτουν τη ζωτική της επαφή με τον χώρο και τον κόσμο που την περιβάλλει, αποτυπώνουν και συμπυκνώνουν με έναν απόλυτα εξομολογητικό τρόπο εικόνες που διέγειραν και στιγμάτισαν τη φαντασία της τόσο ως οπτικά ερεθίσματα  όσο και ως εμπειρίες και πραγματικότητες: «Μορφές που υπάρχουν και δεν υπάρχουν, είναι και δεν είναι. Ανασκαφές της μνήμης μέσα στα πράγματα και των πραγμάτων μέσα στη μνήμη. Εικόνες όπως εκείνες που μπορεί να δει κανείς πάνω στην πέτρα και το ξύλο, πάνω σε τοίχους ή σε βρεγμένους δρόμους, μαγικές εικόνες πάνω στα σύννεφα». Η Παπούλα αναζητά τους εικαστικούς της μύθους στα αποθέματα της μνήμης, της επιθυμίας και του συναισθήματος, αλλά και στην επαφή της με την καθημερινότητα. Σε αυτό το πλαίσιο θα κινηθεί η ζωγραφική της στη συνέχεια, με την τεχνική να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο ως έκφραση και προβολή μιας εσωτερικής αναγκαιότητας.

Οι εικόνες της επιβάλλονται με την αποσπασματικότητα και την τρυφερότητά τους, ισορροπούν ανάμεσα σε εκείνα που φανερώνονται και σε εκείνα που αποκρύπτονται και υπονοούνται, προτείνοντας μια άλλη ποιητική εκδοχή του ορατού: εσωτερικοί χώροι που συμπλέκονται με εξωτερικούς, φασματικές ανθρώπινες παρουσίες, ιδιότυπες νεκρές φύσεις, μικρές δοκιμές και στιγμιότυπα από προσωπικές ιστορίες, εικόνες που παρατίθενται και συνυπάρχουν πάνω σε ένα μεγαλύτερο επίπεδο. Οι μεταμορφώσεις της παιδικής εικονογραφίας, οι σχεδιαστικές λεπτομέρειες, τα παραπληρωματικά μοτίβα που πλαισιώνουν το κεντρικό θέμα, τα γραμμικά στοιχεία με την κυμαινόμενη ένταση και τον καλλιγραφικό τους, κάποιες φορές, χαρακτήρα, η μικρογραφική αντίληψη, το στοιχείο της έκπληξης και η αίσθηση του παράδοξου, η χρωματική κλίμακα που βασίζεται σε θερμούς, γήινους τόνους αλλά και στις διαβαθμίσεις και τη λάμψη του μπλε, αναδεικνύονται σε βασικά γνωρίσματα της ζωγραφικής της.

Οι Μικρές φύσεις που θα παρουσιάσει το 1998 (αίθουσα τέχνης «Κρεωνίδης»), συνιστούν μια ενδιαφέρουσα στιγμή στην πορεία της Παπούλα, καθώς γίνεται φανερό ότι έχει κατασταλάξει στην έρευνά της, κατακτώντας ένα προσωπικό ύφος που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία, τους προβληματισμούς και την κοσμοαντίληψή της. Ο τίτλος της συγκεκριμένης σειράς έργων δεν έχει να κάνει τόσο με τις διαστάσεις τους, αλλά πρωτίστως με την αίσθηση που αυτά επιβάλλουν –μικρές, χαμηλόφωνες και αποσπασματικές «φυσικές» απεικονίσεις, φευγαλέες εντυπώσεις, αποστάγματα συγκινήσεων, εικόνες κίνησης που αιχμαλωτίζουν τον χρόνο, θραύσματα και νύξεις ιστοριών που ταλαντεύονται ανάμεσα στο προφανές και το αφανές: Το τραίνο, ο ποδηλάτης και ο δρόμος, Η γάτα που λέει μια ιστορία, Δρόμος, Στην άκρη, Κόκκινο στην πόλη, Έρχεται, Κίτρινο στο δάσος, Εικόνα από το παράθυρο… Οι συνθέσεις που θα συμπεριλάβει στις επόμενες ατομικές της εκθέσεις (γκαλερί «Άνεμος», 1999· γκαλερί «Ζίνα Αθανασιάδου», Θεσσαλονίκη, 2001· γκαλερί «Χριστίνα Καρελλά», 2001, 2004· αίθουσα «Σκουφά», 2003 κ.α.) καταγράφουν την εξέλιξη της δουλειάς της. Τα ουσιαστικά θέματα που την απασχολούν παραμένουν τα ίδια, παρουσιάζονται όμως με νέες μορφές χάρη στη δυναμική διάσταση της φαντασίας και στην πρωτοτυπία με την οποία τα επεξεργάζεται.     

Το ξύλο, ο ακρυλικός σοβάς και ο στόκος της αγιογραφίας αποτελούν πλέον τη φέρουσα επιφάνεια των έργων της, δημιουργούν ανάγλυφες, αδρές επιφάνειες με την υφή να δίνει τον γενικό τόνο. Τα υλικά αυτά δένονται οργανικά και γίνονται αναπόσπαστα τμήματα των συνθέσεων της, περιβάλλοντας τις εικόνες ως πλαίσιο ή απομονώνοντας και προβάλλοντας μικρότερες ιστορίες. Η χρήση μικτής τεχνικής (μολύβια, παστέλ, ρινίσματα μετάλλων, σύρματα, επικολλημένα χαρτιά με ζωγραφιές) μεγιστοποιεί τη σημασία που αποδίδει η ζωγράφος στις εκφραστικές ποιότητες της ματιέρας και των ιδιαιτεροτήτων των υλικών της, στην ανάγκη να διατηρήσει μια ισχυρή σχέση και σύνδεση με τον υλικό χαρακτήρα του καλλιτεχνικού δημιουργήματος.

Η θεματογραφία και η οπτική της επικεντρώνεται, κατά κύριο λόγο, στο φυσικό περιβάλλον –οργωμένα χωράφια και αγροί, ουρανοί και θάλασσες, μονοπάτια και δρόμοι, βουνά, βράχοι και λόφοι. Διαφορετικές οπτικές γωνίες και προοπτικές αποδόσεις συνδυάζονται με επικαλυπτόμενες γραφές, σημάδια, γραφισμούς και χαράξεις, πολλαπλές προσεγγίσεις και επεισόδια, ενώ το τοπίο, πολλές φορές, συνενώνεται με μικρογραφικές σκηνές που εκτυλίσσονται σε εσωτερικούς χώρους. Οι συνθέσεις της είναι λιτές και διαυγείς, εκπορεύονται από την ευαισθησία της, αναδεικνύοντας τα διαφορετικά επίπεδα των σχέσεων της τόσο με την εξωτερική πραγματικότητα όσο και με την υποκειμενική θεώρησή της· συνθέσεις που προσφέρουν συγκίνηση και οπτική απόλαυση, εξαγνίζουν το βλέμμα, ανασυνθέτουν και αποκαλύπτουν την πολυμορφία του φυσικού χώρου, συντείνουν στην επιβολή του τελικού αποτελέσματος, οδηγούν την εικόνα, πέρα από κάθε αφήγηση, στα όρια μιας αίσθησης άμεσης και ζωντανής, απλής και αυθόρμητης. Παρατηρώντας τα έργα της ανακαλύπτεις προοδευτικά την πλοκή τους, που δεν είναι περιγραφική γεγονότων και περιστατικών αλλά μια διαδοχή ερεθισμάτων.

 Ένας ολόκληρος κόσμος, παραμυθένιος και θελκτικός, ήρεμος, γαλήνιος και απροσδόκητος κυριαρχεί στις συνθέσεις της, αναπτύσσεται και ισορροπεί στην προέκταση του ονείρου, της φαντασίας και του χρόνου· ένας κόσμος που καλεί τον θεατή να περιηγηθεί μέσα του, να αναδιφήσει βαθύτερα στην αποκρυπτογράφηση των καλά φυλαγμένων μυστικών του, να στοιχειοθετήσει τον μύθο του, να αναζητήσει τις συμβολικές και συναισθηματικές αναφορές του, τις νοηματικές αποχρώσεις του.

Ηφαίστεια που καπνίζουν, σπίτια, σκάλες, ζώα, καράβια, αεροπλάνα, τρένα, αυτοκίνητα, χαρταετοί, δέντρα, καπνοί, ποδήλατα, άνθρωποι που πετούν ή αιωρούνται, μικροσκοπικές φιγούρες –ελεύθερες ή εγκλωβισμένες μέσα σε ανοιχτές πόρτες και κουτιά– αναζητούν και βρίσκουν τη θέση τους, έχουν τη δική τους λειτουργία στον οικείο και συνάμα παράδοξο κόσμο της. Σαν όνειρο και σαν πραγματικότητα, τα θέματά της διαρκώς επανέρχονται σε παραλλαγές, φανερώνοντας την ανάγκη της ζωγράφου να τα προσεγγίσει κάθε φορά –με  διαφορετικό τρόπο, ελάχιστα μέσα και χωρίς εξάρσεις, στόμφο και ρητορείες– τόσο μορφολογικά όσο και νοηματικά,  διερευνώντας παράλληλα και εξαντλώντας, τις εκφραστικές τους δυνατότητες. Στις πιο πρόσφατες συνθέσεις της που είναι έμφορτες συμβολισμών και μηνυμάτων, η περιρρέουσα ποιητική ατμόσφαιρα ενισχύεται, οι καθαρά πλαστικές αξίες κυριαρχούν, το αινιγματικό συμβιώνει με το διφορούμενο, η ζωντανή γραφή του κόσμου συναντά τον αισθησιασμό της στιγμής, η δημιουργία της αποκτά νέα δυναμική, εξακολουθεί να «αντιστέκεται», αφήνει μια αίσθηση ζωής και χρώματος, δομής και σημασίας, θέτοντας τις βάσεις για μια ενδιαφέρουσα συνέχεια.

Lila Papoula. Painting that is deeply confessional and experiential

Lila Papoula’s art has developed with concern, dignity and quality through time. What characterises her progress to date is the internal cohesion of her work, a work that is essentially autobiographical and experiential, whose progress bears the fingerprints of a devoted artist, who serves the art of painting with passion and romanticism, in an era when the viewer's gaze is numb and trapped by a plethora of pulverising electronic images. Born in Athens in 1955, Papoula took her first steps in art alongside Mimis Kontos. This was followed by two years (1974-1976) of studies at St. Martins School of Art in London and then at the Athens School of Fine Arts (1976-1983), where she was tutored by Dimitris Mytaras, Yiorgos Mavroidis and Nikos Kessanlis. From 1977 to 1978 she lived and worked in France and in 1987 her first solo exhibition took place in the Nees Morphes Gallery. She showed a series of compositions with interiors and objects, where her abstract signature and the study of light were the main axes of approach and ways in which her theme was expressed.

In the group of works entitled The memory of colour, which she showed in 1991 at the Kreonidis Art Gallery, human figures – real or imaginary - appear to surface, to dive into, or become one with the shallow and elliptical spaces, where they are shown; images that appear like visions, images that you feel exist in an indefinable world, in another, mystical, dimension, on the cusp between presence and absence, trapped and memorialised within a constant pause in time: in instants that hover between past and present.  Colour and light intrude on the structure, balance and movement, provide substance and life to faces and bodies. The atmosphere becomes dream-like, lyrical and romantic; the expressivity of the works extends beyond the values of purely visual arts.

The painter contrives to achieve noteworthy aesthetic results by accurately recording tonal shifts; by a full-on yet carefully calculated composition, that balances and contains the variety of shapes. She draws with colour, without excess details. Her brushstrokes are free, dynamic and certain, and with her careless and generous flow, remind us of the handmade nature of the work. Her works utilise elements of expressionist, fauve and abstract art to create space and rhythm, which are transmitted throughout the painted surface, and to which individual elements are subservient.

Her compositions exude a particular sensibility. A sensibility that can be pinned down not only to her theme and the way it is treated, but also to her technique. The artist, emotionally charged and in direct correlation to emotional and mental conditions, seeks to reveal and communicate that which lies hidden, to render it visible, in colour and form, as imprints of her ideas and thoughts. This is a shift from narrative rendition to psychographic dimension, with perhaps symbolic dimensions. Papoula’s images reflect a particular temperament, an entirely personal and private way of experiencing situations, which exude a sense of stemming from the unconscious, transmuting stimuli and memories into creative episodes, removed from visual reality, and yet simultaneously containing it.

The materials, their handling and the entire process, challenge for the primary place in the creative procedure and in the overall image. Papoula, in these compositions, remains “traditional” – faithful to a purely painterly expression as action and as result. Acrylic colours or watercolours are worked and utilised with care and skill and dominate with their shine, fluidity and translucency. Cool and warm tones alternate: an evocative blue is chosen alongside white, warm orange, red and yellow with greys. Simultaneously the successive layers and levels, the traces and details, the staggering of light and dark areas, the obvious paths of gesture and drawing are elements that characterise her works, where the apparent monumentality does not, in fact, relate to the dimensions of those works but stems from the figures themselves. In many instances her compositions are reminiscent of wall paintings, clearly marked by time and decay.

From the beginning of the nineteen nineties Papoula has directed her creativity in a new direction. Her painting has become enriched and differentiated, both in theme and at the level of technique and materials. In order to formulate her stimuli into configured compositions, Papoula attempts a qualitative leap in her means of expression / creation. A solo exhibition entitled For a Game (1995, Kreonidis Art Gallery) sets out a new framework for her work. Compositions with sequential layers of expression give the impression of palimpsest surfaces, reveal her vital contact with the space and world that surrounds her, imprint and concentrate in an entirely confessional manner images that aroused and marked her imagination, both as visual stimuli and as experiences and realities: “Forms that exist and don’t exist, that are, and are not. Memory excavates through things and things through memory. Images such as those one can see on rock and wood, on walls or wet tarmac, magic images in clouds". Papoula seeks her artistic myths in the reservoirs of memory, desire and emotion, as well as through her contact with everyday reality. Her painting continues to move within this framework, with technique playing a major role as the expression and projection of an internal need.

Her images assert themselves with their fragmentary nature and their tenderness; they balance between those that reveal themselves and those that are hidden and suggested, proposing another poetic version of the visible: internal spaces that merge with exteriors; spectral human presences; idiosyncratic still lives; small trials and snapshots of personal stories: images that are laid out and co-exist on a broader level. The transformations of childhood iconography, the design details, the supplementary motifs that surround the central theme, the linear elements with fluctuating intensity and, at times, calligraphic nature, the micrographic perception, the element of surprise and the sense of paradox, the chromatic scale that is based on warm, earthen tones, but also on shades and gleams of blue, all rise to the surface as fundamental elements of her painting.

The Small natures she showed in 1998 (at the Kreonidis Art Gallery) constituted an interesting point in Papoula’s progress, as it became obvious that she had crystallised in her investigation, contriving to find a personal style that matched her temperament, her soul searching and her world view.   The title of this particular sequence of works does not refer to their dimensions, as much as to the primary sense which these impose: small, subdued and fragmentary “natural” depictions; fleeting impressions; the distillation of emotions; images of motion that capture time; fragments and hints of stories that fluctuate between the obvious and the obscure: The train, the biker and the road; The cat that tells a story; Road; To the side; Red in the city; Coming; Yellow in the forest; Image from a window.... Compositions that she went on to include in her subsequent solo exhibitions (Anemos Gallery, 1999; Zina Athanassiadou Gallery, Thessaloniki, 2001; Christina Karella Gallery, 2001, 2004; Skoufa Gallery 2003 and so forth) record the evolution of her oeuvre. The essential themes that occupy her remain the same, but they are presented as new forms thanks to the dynamic dimension of her imagination and the originality with which she handles them.    

Wood, acrylic plaster and icon-making putty, now constitute the bearing surface of her works, creating bas-relief, stark surfaces, where texture provides the general tone. These materials bond organically and become integral parts of her compositions, surrounding her images as a frame or isolating and projecting the smaller-scale stories. Her use of mixed media (pencils, pastels, metal shavings, wires, glued-on papers with drawings) maximises the significance which the painter places on the expressive qualities of material and the individuality of her materials, the need to maintain a powerful relationship and link with the material nature of an artistic creation.

Her subject matter and point of view focuses, mainly, on the natural environment: ploughed fields and meadows, skies and seas, paths and roads, mountains, rocks and hills. Various points of view and perspective renderings are combined in overlapping layers of writing, markings, expressions of thought in material sumbols and engravings, multiple approaches and episodes, while the landscape oftentimes merges with miniature scenes unfolding in interior spaces. Her compositions are spare and translucent, rising out of her sensibilities, highlighting the varying levels of her relationships, both with the external reality and with her subjective view: compositions that provide emotion and visual enjoyment, which purify the gaze, recompose and reveal the polymorphy of the natural space, as contributing factors to imposing the final result, they lead the image, beyond any narration, to the limits of a sense both direct and lively, simple and spontaneous. Observing her works you gradually discover their plot, which is not descriptive of events and incidents as much as a succession of stimuli.

 An entire world, fairy-tale-like and attractive, calm, serene and unexpected, dominates her compositions, evolves and balances on the projection of dreams, imagination and time; a world that calls upon the viewer to wander around it, to seek harder to decode its well-guarded secrets, to compose its myth, to seek its symbolic and emotional references, its notional shadings.

Smoking volcanoes, houses, ladders, animals, ships, airplanes, trains, cars, kites, trees, smoke, bikes, people flying or hovering, microscopic figures – whether free or imprisoned in open doors and boxes - seek and find their places, discover their function in her familiar and yet paradoxical world. As a dream and as a reality, her themes constantly return in variations, revealing the artist's need to approach them, in each instance, in a different manner, minimal means and without effusions, bombast and rhetoric – both morphologically as well as conceptually, while at the same time investigating and exhausting their expressive capacities. In her most recent compositions, which are loaded with symbolism and messages, the overwhelming poetical atmosphere is reinforced, purely creative values dominate, enigma cohabits with ambiguity, the living expression of the world encounters the sensuality of the moment, its creation gains a new dynamic, continues to resist, to leave a sense of life and colour, structure and significance, setting the foundations for an interesting continuation.